καλλιέλαιος
English (LSJ)
ἡ,
A garden olive, opp. ἀγριέλαιος, Ep.Rom. 11.24:—fem. καλλῐ-ελαία, ἡ, Arch.Pap.2.218 (iii/iv A.D.): as Adj., κ. ἐλαία PCair.Zen.125.3 (iii B. C.), Gp.9.8; φυτόν ib.9.10.6.
German (Pape)
[Seite 1309] reich an schönem Oel; bei Arist. plant. 1, 6 Ggstz von ἀγριέλαιος; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιέλαιος: ἡ, ἡ ἥμερος ἐλαία, ἀντίθετον τῷ ἀγριέλαιος, Ἀριστ. π. Φυσ. 1. 6, 4, Καιν. Διαθ.· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., ὁ παράγων καλὸν ἔλαιον, καὶ γενήσεται ἡ ἐλαία πολυφόρος καὶ καλλιέλαιος Γεωπ. 9. 8., 9. 10, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit de belles olives ; subst. ἡ καλλιέλαιος olivier cultivé.
Étymologie: καλός, ἐλαία.
Ant. ἀγριέλαιος.
Syn. ἐλάα, ἐλαία, ἐλαΐς, μορία.
English (Strong)
from the base of καλλίον and ἐλαία; a cultivated olive tree, i.e. a domesticated or improved one: good olive tree.
English (Thayer)
καλλιελαιου, ἡ (from κάλλος and ἐλαία), the garden olive (A. V. good olive tree) (opposed to ἀγριέλαιος the wild olive): Aristotle, de plant. 1,6, p. 820{b}, 40.
Greek Monolingual
καλλιέλαιος (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, -ον)
ήμερη, καλλιεργημένη ελιά
μσν.
ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» — ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι-έλαιος, φιλ-έλαιος].
Russian (Dvoretsky)
καλλῐέλαιος: ἡ культурное масличное дерево, садовая маслина Arst., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιέλαιος, ἡ [καλός, ἔλαιος] gecultiveerde olijf.
Chinese
原文音譯:kallišlaioj 卡利-誒來哦士詞類次數:名詞(1)
原文字根:完美的-橄欖
字義溯源:栽植的橄欖樹,好橄欖樹;由(καλός)=更好)與(ἐλαία)*=橄欖)組成;其中 (καλός)出自(καλός)*=美好的)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 好橄欖樹(1) 羅11:24