εἶναι
Greek (Liddell-Scott)
εἶναι: ἀπαρ. τοῦ εἰμὶ (ὑπάρχω). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι (ἔνθα κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ πρόσειμι, πλησιάζω) πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον.
French (Bailly abrégé)
inf. de εἰμί.
English (Strong)
present infinitive from εἰμί; to exist: am, was. come, is, X lust after, X please well, there is, to be, was.
Greek Monotonic
εἶναι:I. απαρ. του εἰμί (sum).
II. στον Ησίοδ., αντί ἰέναι, απαρ. του εἶμι (ibo, προχωρώ).
Russian (Dvoretsky)
εἶναι: inf. к εἰμί.
Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)
(see also εἰμί): be, belong to, constitute, exist, be at the beck of