helper
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ἐπίκουρος, ὁ or ἡ, τιμωρός, ὁ or ἡ, παραστάτης, ὁ (Plato, and Eur., Fragment), Ar. and V. συμπαραστάτης, ὁ, V. βοηδρόμος, ὁ or ἡ, τιμάορος, ὁ or ἡ, ἀρωγός, ὁ or ἡ, P. βοηθός, ὁ or ἡ; fem., V. παραστάτις, ἡ.
associate (in work): P. and V. κοινωνός, ὁ or ἡ, συνεργός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, Ar. and V. σύννομος, ὁ or ἡ, V. συνεργάτης, ὁ; fem., V. συνεργάτις, ἡ.
Dutch > Greek
βοηθόος, βοηθός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, πάρεδρος, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συνεργός, συνέριθος