ἀπόθεσις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀποτίθημι)
A laying up in store, σκευῶν SIG1106.107 (Cos); εἰς ἀ. γενέσθαι to be stored up, Pl.Lg.844d; γάλα χρήσιμον εἰς ἀ. Arist.HA522a26; ἡ ἀ. τῆς τροφῆς, of bees, 622b26; τὴν ἀ. τῆς θήρας ποιεῖσθαι 623a12; preserving, of fish, Philum. ap. Aët.9.23. 2 the final movement in setting a dislocated or fractured limb, Gal.18(2).332, al., Pall.in Hp.Fract.12.273 C.; f.l. in Hp.Off. 19. 3 κατ' ἀπόθεσιν, of internal abscesses, Gal.17(1).103. II putting aside, making away with, getting rid of, ῥύπου 1 Ep.Pet.3.21, cf. 2.1.14. 2 exposure of children, Arist.Pol.1335b19; cf. ἀποτίθημι 11.7. 3 resignation of an office, App.BC1.3, cf. SIG 900.16(iv A.D.). 4 ἀ. κώλου, περιόδου, close or cadence of a phrase, Demetr.Eloc.19, cf. Sch.Ar.Nu.176; so in metres, = κατάληξις, Heph.4 tit. III = ἀποδυτήριον, Luc.Hipp.5.
German (Pape)
[Seite 303] ἡ, 1) das Ablegen, Beiseitlegen, Aufbewahren, Plat. Legg. VIII, 844 d; ἰσχάδων Ep. 13, 361 b. – 2) das Aussetzen der Kinder, Arist. pol. 7, 14; βρεφῶν D. Hal. 1, 84. – 3) Absatz, Ruhepunkt im Satz, Demetr. Phal. 19, 205. – 4) Auskleidezimmer, Luc. Hipp. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόθεσις: -εως, ἡ, (ἀποτίθημι) τὸ ἀποτιθέναι, τὸ ἀποθηκεύειν, ἀποθήκευσις, εἰς ἀπόθεσιν γενέσθαι Πλάτ. Νόμ. 844D· γάλα χρήσιμον εἰς ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 20, 13· ἡ ἀπ. τῆς τροφῆς, ἐπὶ τῶν μελισσῶν, αὐτόθι 9. 38, 2· τὴν ἀπ. τῆς θήρας ποιεῖσθαι αὐτόθι 39. 4. 2) ἡ τοποθέτησις ἐξαρθρωθέντος ἤ θραυσθέντος μέλους, Ἱπποκρ. ΙΙ. ἀπόρριψις, ἀπαλλαγή, ἀπομάκρυνσις, ῥύπου Ἐπιστ. Πέτρου Α΄, γ΄, 21, πρβλ. Β΄, α΄, 14. 2) ἔκθεσις βρέφους, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 15, πρβλ. ἀποτίθημι ΙΙ. 7. 3) παραίτησις ἀξιώματος, Ἀππ. Ἐμφ. 1. 3. 4) ἀπ. κώλου περιόδου, παῦλα ἤ ἀνάπαυσις τῆς φωνῆς ἐν τῇ ὁμιλίᾳ, Δημ. Φαλ. 19, κτλ.· οὕτως ἐν τῇ μετρικῇ, κατάληξις Ἡφαιστ. 4. 5) παρὰ Βιτρουβίῳ 4. 1, 11 φαίνεται ὅτι εἶναι συνώνυμος τῇ λέξει ἀποφυγὴ ΙΙ. ΙΙΙ. = ἀποδυτήριον, Λουκ. Ἱππ. ἤ Βαλαν. 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de mettre en réserve ; lieu de dépôt, particul. vestiaire;
2 exposition d’un enfant.
Étymologie: ἀποτίθημι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1almacenamiento, conservaciónde productos perecederos (ὀπώρας) εἰς ἀπόθεσιν ἀσταφίδος, οἴνου τε καὶ ξηρῶν σύκων ἀνεπιτηδείου (cosecha) no utilizable para su conservación en forma de pasas, vino o higos secos Pl.Lg.845b, cf. 844d, γάλα ... χρήσιμον ... εἰς τύρευσιν καὶ ἀπόθεσιν leche excelente para hacer queso y guardar Arist.HA 522a26, de pescado, Philum. en Aët.9.23, de trigo μέτρησις ... σίτου ἐξ ἀποθέσεως medición de trigo almacenado en granero o silo, Hero Stereom.2.53.1, cf. fig. ὁ πνευματικὸς θερισμὸς ... τὴν ... ἀπόθεσιν ... ἐν οὐρανοῖς ἔχει la mies espiritual tiene su granero ... en los cielos Ammon.Io.M.85.1425D
•de las costumbres de algunos insectos almacenamiento, depósito de las hormigas ἡ ἀ. τῆς τροφῆς Arist.HA 622b26, la araña τὴν ἀ. τῆς θήρας ἄλλοθι ποιεῖται Arist.HA 623a12
•de objetos en gener. almacenaje, depósito οἰκήματα εἰς ἀ. τῶν σκευῶν IC 36c.35, cf. X.Eph.4.3.6
•de ropa guardarropa, vestuario Luc.Hipp.5.
2 medic. de miembros dislocados o fracturados apótesis o posición en la que deben mantenerse, Gal.18(2).332, Pall.in Hp.Fract.12.273C.
II 1de pers. acción de depositar de niños exposición Arist.Pol.1335b19
•de cadáveres entierro Ath.Al.M.25.65B, TAM 3.1.538.
2 acción de deponer o dejar, abandono, deposición τῶν στεφάνων SIG 900.15 (Panamara IV d.C.), πένθους Plu.2.119d, en sent. relig. σαρκὸς ἀ. ῥύπου 1Ep.Petr.3.21, ἀ. τοῦ σκηνώματός μου el abandono de mi tienda e.d. mi muerte, 2Ep.Petr.1.14, cf. Clem.Al.Strom.1.19.94, de la fe, Iren.Lugd.Haer.1.21.1
•deposición, dimisión de un cargo, App.BC 1.3
•gram. deposición o concesión de la interj. εἶεν: τὸ εἶεν λέγεται ἀ. λόγου Sch.Ar.Nu.1075, ἀ. δέ ἐστι τὸ ἀπὸ εὐνοίας εἰς ἔννοιαν μεταβαίνοντα λέγειν Tz.Comm.Ar.2.426.15, cf. EM 296.52G.
3 reducción, remisión de abscesos κατ' ἀπόθεσιν Gal.17(1).103
•final, remate de un acto ritual PMag.4.707, de períodos, Demetr.Eloc.19, cf. Sch.Ar.Nu.176, Sch.A.Pr.36H.
•métr. catalexis Heph.4.5 (tít.)
•arq. apófige, quamtam (crassitudinem) habet summa columna praeter apothesim et astragalum Vitr.4.1.11.
English (Strong)
from ἀποτίθημι; a laying aside (literally or figuratively): putting away (off).
English (Thayer)
ἀποθεσεως, ἡ ἀποτίθημι, a putting off or away: Hippocrates and Plato down.)
Greek Monotonic
ἀπόθεσις: -εως, ἡ (ἀπο-τίθημι),
I. αποθήκευση, σε Πλάτ.
II. παραμερισμός, απαλλαγή, πέταμα, απόρριψη κάποιου πράγματος, σε Καινή Διαθήκη
III. = ἀποδυτήριον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόθεσις: εως ἡ
1) откладывание про запас, сохранение Plat., Arst., Plut.;
2) Luc. = ἀποδυτήριον;
3) подкидывание детей Arst.;
4) оставление (τοῦ σκηνώματο; NT);
5) стих. = κατάληξις.
Middle Liddell
ἀποτίθημι
I. a laying up in store, Plat.
II. a putting aside, getting rid of a thing, c. gen., NTest.
III. = ἀποδυτήριον, Luc.
Chinese
原文音譯:¢pÒqesij 阿坡-帖西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:從-安放置(著)
字義溯源:拋棄,脫卸,解除,撤除,除去,除掉;源自(ἀποτίθημι)=脫去);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(2);彼前(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 脫卸(1) 彼後1:14;
2) 除去(1) 彼前3:21