Ἀχελῷος

Revision as of 13:32, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

poet. Ἀχελώϊος, ὁ,

   A Achelous, name of several rivers, Il.21.194, 24.616, Hes. Th.340, Str.9.5.10, etc.    II in Poets, any stream: generally, water, S.Fr.5, E.Ba.625, Ar.Fr.351, Achae.9, Ephor.27.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀχελῷος: ποιητ. Ἀχελώιος, ὁ, ὄνομα διαφόρων ποταμῶν, ὁ γνωστότατος δ’ ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ ῥέων διὰ τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, ἤδη καλούμενος Ἀσπροπόταμον, Ἰλ. Φ. 194, Ἡσ. Θ. 340· ἕτερος ἐν Φρυγίᾳ, Ἰλ. Ω. 616· ἄλλος ἐν Θεσσαλίᾳ, Στράβων 434. ΙΙ. παρὰ μεταγ. ποιητ. ἐσήμαινε πάντα ποταμὸν (πρβλ. Ἄναυρος), ἢ ἐν γένει τὸ ὕδωρ, Εὐρ. Βάκχ. 625, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 427C, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 866· οὕτως Οὐεργίλ. Acheloïa pocula, πρβλ. Ἐφορ. 27 Λοβ. Ἀγλαόφαμ. 2. 833.

French (Bailly abrégé)

mieux que Ἀχελῶος;
ου (ὁ) :
Achéloos :
I. dieu fluvial;
II. n. de fleuves :
1 entre l’Étolie et l’Acarnanie;
2 en Phrygie.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): Ἀχελώϊος Il.21.194, Call.Cer.13; Ἀχελῶος Ptol.Geog.3.13.2, 6.15.2; fem. adj. Ἀχελῴα St.Byz.s.u. Ἀχελῷος
Aqueloo
I mit. divinidad fluvial del río Aqueloo II 1 hijo de Océano y Tetis, padre de las Sirenas y de varias ninfas, Hes.Th.340, S.Tr.9, 510, E.Ba.519, Acus.1, Pl.Phdr.230b, Call.Epigr.29, Ephor.20, Apollod.1.3.4, D.S.4.35, Str.10.2.19, St.Byz.
II geog. n. de varios ríos
1 el mayor de Grecia, actual Aqueloo, que desde el Pindo va a desembocar al mar Jónico (anteriormente llamado Θοάς Str.10.2.1, St.Byz.) Il.l.c., Hdt.2.10, Th.2.102, Call.l.c., Ephor.20, Str.1.3.18
como tít. de una comedia de Demónico, Demonic.1.
2 de Lidia, nace en el monte Sípilo, actual Manisa Daǧi, y desemboca junto a Esmirna Il.24.616, Paus.8.38.10, v. tb. Ἀχελήσιος.
3 entre Acaya y Élide, desemboca a 17 kms. al suroeste de Patras, llamado tb. Πεῖρον Str.8.3.11, 10.2.1.
4 de Ftiótide, afluente del Esperqueo que pasa por Lamia, Str.9.5.10.
III meton. como n. genérico del río οἴνῳ γὰρ ἡμῖν Ἁ. ἆρα νᾷ S.Fr.5
agua Ἀχελῷον φέρειν E.Ba.625, Ἀ. πολύς Achae.9.1, σὸν ἔργον, ὦχελῷε Ar.Lys.381, cf. Ephor.l.c., Macr.Sat.5.18.4.
IV adj. del Aqueloo St.Byz.

Greek Monolingual

ο (AM Ἀχελῷος και Ἀχελώιος)
ποταμός της Δυτικής Ελλάδας που πηγάζει από την οροσειρά της Πίνδου και χύνεται στο Ιόνιο πέλαγος, απέναντι από τις Εχινάδες νήσους
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ποταμών
2. ποτάμι ή ρέμα
3. νερό
4. ο σπουδαιότερος ποτάμιος θεός και θεός όλων των νερών που ρέουν, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή κατ' άλλους της Γης.

Greek Monotonic

Ἀχελῷος: ποιητ. Ἀχελώϊος, ὁ,
I. ο Αχελώος, όνομα διαφόρων ποταμών· ο γνωστότερος ρέει ανάμεσα στην Αιτωλία και την Ακαρνανία, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
II. οποιοσδήποτε ποταμός ή γενικά το νερό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Ἀχελῷος: эп. Ἀχελώϊος (ᾰ) ὁ
1) Ахелой: 1.1) главная река Акарнании и Этолии, впадающая в Ионийское море Hom., Her., Thuc.; 1.2) река во Фригии Hom.; 1.3) речной бог Hes., Soph., Eur.;
2) река, речная вода (Ἀχελῷον φέρειν Eur.).

Middle Liddell


I. Achelous, name of several rivers; the best known ran through Aetolia and Acarnania, Il., Hes.
II. any stream, or, generally, water, Eur.