οἶδος

Revision as of 19:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

εος, τό,

   A swelling, tumour, produced by internal action, Hp. Fract.25 (v.l. εἶδος), VC17 (Littré for εἰκός), Nic.Th.188, 237, 426 ; puffiness, Aret.SD1.16.

Greek (Liddell-Scott)

οἶδος: τό, οἴδημα, «πρήξιμον», παραγόμενον ἐξ ἐσωτερικῆς ἐνεργείας, Νικ. Θ. 188, 237, 426, καὶ οὕτως ὁ Littré εἰς Ἱππ. π. Κεφαλ. Τρωμ 910, περὶ Ἀγμ. 767.
(Ἐντεῦθεν οἰδέω, οἰδάνω, οἰδαίνω, οἰδίσκω, οἶδμα)

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
gonflement, grosseur.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.

Greek Monolingual

οἶδος, -εος, τὸ (Α)
1. πρήξιμο, οίδημα, το οποίο οφείλεται σε εσωτερική ενέργεια
2. φούσκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. οἰδῶ «είμαι πρησμένος» ή λ. σχηματισμένη κατά τα κράτος: κρατῶ].

Greek Monotonic

οἶδος: τό, πρήξιμο, εξόγκωμα.

Middle Liddell

οἶδος, εος, τό,
a swelling, tumour.