συνεπαινέω

Revision as of 23:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A approve together, give joint assent, consent, approve, πόλις καὶ τὸ δίκαιον ξ. A.Th.1079 (anap.), cf. X.Cyr.4.3.23 (v.l.), D.18.179: c. inf., ξ. μάχεσθαι join in the recommendation to fight, Th.4.91, cf. X.Cyr.5.3.34; σ. τι approve, consent or agree to, Id.An.7.3.36, Pl.Hp.Mi.363a; σ. τινὶ ὅ τι ἂν πράττῃ agree with one in all that he does, D.Prooem. 28.    II join in praising, τινα X.Eq.Mag.5.14codd., Pl.Mx.246a:— Pass., Arist.Rh.1415b28.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπαινέω: μέλλ. -έσω, Ἐπικ. -ήσω ― συνεπιδοκιμάζω, συναινῶ, συγκατανεύω, ξ. πόλις καὶ τὸ δίκαιον Αἰσχύλ. Θήβ. 1073, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 23, Δημ. 288. 6· ― μετ’ ἀπαρ., σ. μάχεσθαι, καὶ ἐγὼ προτείνωσυμβουλεύω νὰ γίνῃ μάχη, Θουκ. 4. 91, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 34· ― σ. τι, ἐπιδοκιμάζω, συναινῶ ἢ συμφωνῶ εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 36. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. ἐν τῇ ἀρχ.· σ. τινι ὅ,τι πράττῃ, συμφωνῶ μετά τινος εἰς πᾶν ὅ,τι πράττει, Δημ. 1438, 9. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ ἐπαινῶ, τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 14, Πλάτ. Μενέξ. 246Α· ― Παθητ., Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11.

French (Bailly abrégé)

1 louer ensemble;
2 être unanime pour conseiller, approuver unaniment, acc. ; abs. être du même avis : τινί τι DÉM approuver qqn en qch.
Étymologie: σύν, ἐπαινέω.

Greek Monotonic

συνεπαινέω: μέλ. -έσω, Επικ. -ήσω,
I. επιδοκιμάζω από κοινού, παρέχω κοινή έγκριση, συναινώ, συγκατατίθεμαι, σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., συνεπαινέω μάχεσθαι, συμβουλεύω, συνιστώ επίσης να δοθεί μάχη, σε Θουκ.· συνεπαινέω τι, συναινώ, συγκατανεύω ή συμφωνώ με, συνομολογώ, στον ίδ.
II. εξυμνώ, εξαίρω από κοινού, τινά, σε Ξεν., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επαινέω, Att. ook ξυνεπαινέω samen of mede goedkeuren, instemmen met; met acc.; met inf. het idee goedkeuren om, instemmen met het voorstel om. van personen eveneens prijzen, mede complimenteren.

Russian (Dvoretsky)

συνεπαινέω:
1) вместе (с другими) хвалить, совместно одобрять (τινα Plat.; συνεπῄνουν ταῦτα οἱ στρατηγοί Xen.);
2) считать необходимым (μάχεσθαι Thuc.): ὥσπερ τε πόλις καὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ Aesch. как считают нужным город и (сама) справедливость.

Middle Liddell

fut. έσω epic ήσω
I. to approve, together, give joint assent, consent, Aesch., Xen.;—c. inf., ς. μάχεσθαι to join in the recommendation to fight, Thuc.;— ς. τι to consent or agree to, Thuc.
II. to join in praising, τινα Xen., Plat.