Δήλιος

Revision as of 11:38, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Dor. Δάλιος, α, ον, also ος, ον E.Tr.89:—

   A Delian, A.Eu. 9, etc.: ὁ Δ., name of Apollo, S.Aj.704, Th.1.13; τοῖς Δηλίοις καὶ ταῖσι Δηλίαισι, the gods and goddesses worshipped at Delos, Ar.Th. 334:—Δήλιος, ὁ, a Delian, Hdt.4.33, etc.:—also Δηλιεύς, IG12(7).50 (Amorgos):—fem. Δηλιάς, άδος, ἡ, Delian woman, κοῦραι Δ. h.Ap.157, cf. E.HF687: with neut. Subst., Δηλιάσιν γυάλοις cj. in Id.IT1235:—Adj. Δηλιακός, ή, όν, χορός Th.3.104; πλοῖον Plu.2.786f.    II Δηλιὰς θεωρία mission sent to Delos every fourth year, Philoch.158:—hence Δηλιασταί, οἱ, members of this θεωρία, Lycurg. Fr.80, Herodicusap.Ath.6.234e, Harp., Hsch.    III Δήλιον, τό, precinct of Apollo Δ., Herodicus l.c., Schwyzer688 A7 (Chios, v B. C.), etc.    IV Δήλια (sc. ἱερά), τά, festival of Apollo at Delos, Th.3.104, X.Mem.4.8.2; also at Tanagra, etc., SIG319.16, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Δήλιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, ὁ ἐκ Δήλου, τραγ., κτλ.·―ὁ Δήλιος, ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Σοφ. Αἴ. 704, Θουκ. 1. 13· τοῖς Δηλίοις καὶ ταῖς Δηλίαις, εἰς τοὺς θεοὺς καὶ τὰς θεάς, ὅσοι ἐν Δήλῳ λατρεύονται, Ἀριστοφ. Θεσμ. 334·―Δήλιος, ὁ, ὁ ἐκ Δήλου, Ἡρόδ., κτλ.· ἰδιότροπον θηλ. Δηλιάς, άδος, ἡ, γυνὴ ἐκ Δήλου, κοῦραι Δ. Ὕμν. Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 157, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 687· ὡσαύτως ὡς ἐπίθ. μετ᾽ οὐδετ. οὐσιαστ., Δηλιάσιν γυάλοις, κατὰ Seidl. ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1235. ΙΙ. ἡ Δηλιὰς (ἐνν. ναῦς), τὸ πλοῖον, ὅπερ ἔφερε τὸν Θησέα εἰς Κρήτην, ὅτε καὶ ἐθανάτωσε τὸν Μινώταυρον. Εἰς ἀνάμνησιν τούτου πλοῖον ἐπέμπετο κατὰ πᾶν τέταρτον ἔτος μετὰ θεωρῶν εἰς τὸν Δήλιον Ἀπόλλωνα· ἴδε θεωρίς, θεωρός, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 58, Βοίκχ. Ath. Staatsh. 1. 286 κἑξ. οἱ θεωροὶ οὗτοι ἐκαλοῦντο Δηλιασταί, Ἀθήν. 234Ε, Ἁρποκρ., Ἡσύχ. ΙΙΙ. τὰ Δήλια (ἐνν. ἱερά), ἡ κατὰ πᾶν τέταρτον ἔτος ἀγομένη ἑορτὴ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δήλῳ (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ), Θουκ. 3. 104, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8. 2.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Délos ; οἱ Δήλιοι les habitants de Délos ; ὁ Δήλιος le dieu de Délos (Apollon).
Étymologie: Δῆλος.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): dór. Δάλιος Pi.P.9.10, Simon.14.55.3, S.Ai.704, OT 154, E.Rh.224, AP 7.664 (Leon.)

• Morfología: [tb. -ος, -ον E.Tr.89]
I adj. y subst. delio, de Delos χοιράς A.Eu.9, cf. E.Tr.l.c., ξεῖνος Pi.l.c., ἀνήρ Isoc.17.42, φοῖνιξ Call.Ap.4, λόγος Ael.VH 5.4, ἁλιεύς D.L.8.5, prov. Δ. κολυμβητής ref. a buenos nadadores y buceadores, D.L.2.22
ét. οἱ Δ. los Delios, los habitantes de Delos Hdt.4.33, 6.97, Simon.l.c., Scymn.827, Str.14.1.6, Dicaearch.Phil.85
esp. como epít. de Apolo, S.ll.cc., E.Rh.224, Ar.Nu.596, Th.3.104, Call.Del.269, Fr.114.4, Paus.9.40.4, AP l.c.
fem. Δηλίη epít. de Ártemis IG 12(5).211 (Paros IV a.C.)
subst. ὁ Δ. el dios de Delos e.e. Apolo, B.17.130, Th.1.13, Plu.2.1130a, οἱ Δ. καὶ αἱ Δ. los dioses y diosas que se adoran en Delos e.e. Apolo y Ártemis, Ar.Th.333
ἡ Δ. la de Delos tít. de una comedia atribuida a Aristófanes y tb. a Antífanes y a Sófilo, Ath.373a, cf. Ar.Fr.938, ὁ Δ. el Delio tít. de una comedia de Filostéfano, Ath.292f.
II sólo subst.
1 τὸ Δ. Delion como lugar de culto apolíneo: en Beocia, en el territorio de Tanagra, actual Delessi, Hdt.6.118, Th.4.76, Pl.Ap.28e, And.4.13, X.Mem.3.5.4, Str.9.2.7, Plu.Nic.6, Lys.29, 2.581d, Paus.9.6.3, 10.28.6, St.Byz.
en Quíos Schwyzer 688A.6 (V a.C.)
en Naxos, Arist.Fr.559, Parth.9.1
en Laconia, localizado en el cabo Kamili, Str.8.6.1, v. Ἐπιδήλιον
2 τὰ Δήλια las fiestas Delias celebradas en Delos cada cinco años en honor de Apolo, Th.3.104, X.Mem.4.8.2, Men.Fr.134, IG 22.2971.13 (Eleusis IV a.C.), ID 1957b (II a.C.), SEG 12.465 (Caunos II a.C.), SEG 32.218.186, 213 (Atenas II/I a.C.), exportada a Egipto PRoss.Georg.2.41.18 (II d.C.).
3Δάλιος Dalio n. de mes en Cos ICos ED 2A.1 (III a.C.), SIG 1023.55 (III/II a.C.), en Rodas SIG 644.13 (Seleucia de Cilicia II a.C.), Lindos 465i (II d.C.), en Calimna TC 88.46 (II a.C.), 197.1 (I d.C.), en Tasos Thasos 172.24 (I a.C.), en Pérgamo IP 668 (III a.C.), en Nisiro IG 12(3).89.3 (III a.C.), en Chipre SEG 25.1110 (heleníst.). • DMic.: da-wi-jo (?). < Δήλιος Δηλίτης > Δήλιος, -ου, ὁ
Delio efesio amigo de Platón, Plu.2.1126d.

Greek Monotonic

Δήλιος: -α, -ον και -ος, -ον (Δῆλος),·
I. Δήλιος, σε Τραγ. κ.λπ.· ὁ Δ., όνομα του Απόλλωνα, σε Σοφ. κ.λπ.· Δήλιος, , Δήλιος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· θηλ. Δηλιάς, -άδος, , γυναίκα από τη Δήλο, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. II.Δηλιάς (ενν. ναῦς), το καράβι από τη Δήλο, το οποίο έστελναν οι Αθηναίοι κάθε τέσσερα χρόνια σε ανάμνηση του Θησέα, σε Πλάτ.
III. τὰ Δήλια (ενν. ἱερά), η ανά τέσσερα χρόνια τελούμενη γιορτή του Απόλλωνα στη Δήλο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Δήλιος:
I дор. Δάλιος 3 и 2 (ᾱ) делосский (λίμνη Aesch.).
II дор. Δάλιος (ᾱ) ὁ
1) делосец, уроженец или житель Делоса Her., Thuc.;
2) делосский бог, т. е. Аполлон Soph., Thuc.: οἱ Δήλιοι καὶ αἱ Δήλιαι Arph. делосские боги и богини.

Middle Liddell

Δῆλος
1. Delian, Trag., etc.:—ὁ Δ., name of Apollo, Soph., etc.
2. a Delian, Hdt., etc.
3. τὰ Δήλια (sc. ἱερά) the quinquennial festival of Apollo at Delos, Thuc.