Λοκροί
English (LSJ)
οἱ,
A the Locrians, of whom there were three tribes, the Opuntian, opposite Euboea, Il.2.527, Th.1.108, Str.9.3.1,9.3.17; the Epicnemidian, on Mt. Cnemis on the Maliac Gulf, Id.ll.cc.; and the Ozolian, on the Corinthian Gulf, Th.1.5, 103, etc.: the Epizephyrian or Zephyrian were a colony of the last on Mt. Zephyrium in lower Italy, Pi.O.10(11).13, Th.4.24 sq.,7.1, etc.: prov. Λοκρῶν σύνθημα, of deceit, Eust.275.43, Hsch., Suid.:—Adj. Λοκρός, ά, όν, Locrian, Lyc. 1429:—also Λοκρικός, ή, όν, Poll.4.65, etc.:—fem. Λοκρίς, ίδος, Pi. P.2.19; ἡ Λ. (sc. γῆ) Ar.Av.152, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Λοκροί: οἱ, ὧν ὑπῆρχον τρεῖς φυλαί, οἱ Ὀπούντιοι, ἀπέναντι τῆς Εὐβοίας, Ἰλ. Β. 527, Θουκ. 1. 108, Στράβ. 416, 425· οἱ Ἐπικνημίδιοι, ἐπὶ τοῦ ὄρους Κνημῖδος ἐπὶ τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου, ὁ αὐτ. 416, 426· καὶ οἱ Ὀζόλαι ἐπὶ τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου, Θουκ. 1. 5, 103, κτλ.· - οἱ δὲ Ἐπιζεφύριοι ἢ Ζεφύριοι ἦσαν ἀποικία τῶν τελευταίων ἐπὶ τοῦ ὄρους Ζεφυρίου τῆς κάτω Ἰταλίας, Πινδ. Ο. 10 (11), 18, Θουκ. 4. 24 κἑξ., 7. 1, κτλ - Ἐπίθ. Λοκρός, ά, όν, Λυκόφρ. 1429· ἢ Λοκρικός, ή, όν, Πολυδ. Δ΄, 65, κτλ.· θηλ. Λοκρίς, -ίδος, Πινδ. Π. 2. 35· ἡ Λοκρὶς (ἐξυπ. γῆ) Ἀριστοφ. Ὄρν. 152, κτλ.
English (Autenrieth)
the Locrians, a tribe occupying one of the divisions of Hellas, and dwelling on the Eurīpus, on both sides of Mt. Cnemis, Il. 2.527, , Il. 13.686.
Greek Monotonic
Λοκροί: οἱ,
I. οι Λοκροί, στους οποίους υπήρχαν τρεις φυλές, οι Οπούντιοι, απέναντι από την Εύβοια, σε Ομήρ. Ιλ.· οι Επικνημίδιοι, όρος Κνήμις στον Μαλιακό κόλπο, σε Θουκ.· και οι Οζόλες, στον Κορινθιακό κόλπο, στον ίδ.· οι Επιζεφύριοι ή Ζεφύριοι ήταν αποικία των τελευταίων στο όρος Ζεφύριο στην Κάτω Ιταλία, σε Πίνδ., Θουκ.
II. επίθ. Λοκρός, -ά, -όν, θηλ. Λοκρίς, -ίδος, σε Πίνδ.· ἡ Λοκρὶς (ενν. γῆ), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Λοκροί:
I οἱ
1) жители Локриды, локрийцы (Ὀπούντιοι, Ἐπικνημίδιοι и Ὀζόλαι Her. etc.);
2) жители г. Локры (οἱ Λ. Ἐπιζεφύριοι Her. etc.).
II οἱ, преимущ. οἱ Λ. Ἐπιζεφύριοι Локры Эпизефирийские (город на юго-вост. побережье Бруттия, колония одной из Локрид) Her., Thuc. etc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. pl.
Meaning: name of a Hellen. tribe, people (Il.), second. adj. Locrian (Lyc.).
Derivatives: Λοκρίς (γῆ) f. name of the country (Pi., Ar.), Λοκρικός Locrian (Poll.), Λοκριστί adv. in Locrian way (Ath.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Quite doubtful supposition by Kretschmer Glotta 4, 343 f. (`a very uncertain hypothesis'): prop. "bow-fighters" as abbreviation of *Λοκρό-μαχοι (cf. Δωριεῖς: Δωρίμαχος s. Δωριεῖς) to λεκροί and λικροί οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων H. Adventurous combinations by Kannengießer Klio 11, 45 (as Pre-Greek to Lucretius and other Etrusc. names). - A Pre-Greek name is probable. S. DNP s. Lokroi.
Middle Liddell
Λοκροί, οἱ,
the Locrians, of which there were three tribes, the Opuntian, opposite Euboea, Il.; the Epicnemidian, on Mount Cnemis on the Maliac Gulf, Thuc.; and the Ozolian, on the Corinthian Gulf, Thuc.:— the Epizephyrian or Zephyrian were a colony of the last on Mount Zephyrium in lower Italy, Pind., Thuc.
Frisk Etymology German
Λοκροί: {Lokroí}
Grammar: m. pl.
Meaning: N. eines hellen. Volksstammes (seit Il.), sekund. Adj. lokrisch (Lyk.).
Derivative: Davon Λοκρίς (γῆ) f. N. der betr. Landschaft (Pi., Ar. u. a.), Λοκρικός lokrisch (Poll.), Λοκριστί Adv. auflokrische Weise (Ath.).
Etymology : Ganz fragliche Vermutung von Kretschmer Glotta 4, 343 f. (vom Verf. selbst als eine sehr unsichere Hypothese bezeichnet) : eig. "Bogenkämpfer" als Abkürzung von *Λοκρόμαχοι (vgl. Δωριεῖς: Δωρίμαχος s. Δωριεῖς) zu λεκροί und λικροί· οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων H. Abenteuerliche Kombinationen bei Kannengießer Klio 11, 45 (als vorgriech. zu Lucretius und anderen etrusk. Namen).
Page 2,136