ναύλοχος

Revision as of 11:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A affording a safe anchorage, epith. of a harbour, λιμένες δ' ἔνι ν. αὐτῇ Od.4.846; ν. ἐς λιμένα 10.141; ν. λιπὼν ἕδρας S.Aj.460; ὦ ν. καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά ye hot springs by the haven and from the rock (unless ναύλοχα is Subst.), Id.Tr.633 (lyr.); Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί E.Hec.1015: Sup. ναυλοχώτατος λιμήν Ph.1.181, cf. 352.    II Subst., station for ships, haven, Suid.: also neut. pl. ναύλοχα Plu.2.984b; cf. supr.

German (Pape)

[Seite 231] Schiffen zum Lager, zum Ruheplatz dienend, λιμένες ναύλοχοι, Od. 4, 846. 10, 141, Hafen mit ruhigem Ankerplatz; so ἕδραι, Soph. Ai. 455, der im plur. ὦ ναύλοχα, ihr Hafenplätze, sagt, Tr. 630, wo es nicht mit λουτρά zu verbinden ist; Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί, Eur. Hec. 1015; einzeln bei Sp., wie Plut. Them. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ναύλοχος: -ον, ὁ τὰς ναῦς ὑποδεχόμενος τόπος, ἢ παρὰ τὸ λέχος, δηλ. τόπος ἔνθα εὐνάζονται νῆες, ὧν καὶ αἱ ἄγκυραι εὐναὶ λέγονται, λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ, «ἐν οἷς αἱ νῆες λοχῶσαι καὶ ἐνεδρεύουσαι λαθεῖν δύνανται» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 846· ναύλοχον ἐς λιμένα Κ. 141· ν. λιπὼν ἕδρας Σοφ. Αἴ. 460· ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά... παραναιετάοντες, ὦ ὑμεῖς οἱ κατοικοῦντες παρὰ τὰ μεταξὺ τοῦ λιμένος καὶ τῶν κρημνῶν θερμὰ λουτρά, δηλ. τὰ τῶν Θερμοπυλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 633, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.· Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαὶ Εὐρ. Ἑκ. 1015. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σταθμὸς πλοίων, λιμήν, Σουΐδ.· ― ὡσαύτως ὡς οὐδέτ. ναύλοχα Πλούτ. 2. 984Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre au mouillage des navires ; τὰ ναύλοχα rade, port.
Étymologie: ναῦς, λέχος.

English (Autenrieth)

(root λεχ): for ships to lie in, ‘safe for ships,’ of harbors, Od. 4.846 and Od. 10.141.

English (Slater)

ναύλοχος
   1 ?pirate ἁνίκα ναύλοχοι [ ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ (Pae. 18.10)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ναύλοχος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) τόπος όπου σταθμεύουν πλοία, το αραξοβόλι
αρχ.
1. (για λιμάνι) αυτός που παρέχει ασφάλεια στα πλοία από τον άνεμο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ναύλοχα
τόπος απάνεμος όπου αράζουν πλοία, αραξοβόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + λόχος «σταθμός» (πρβλ. ταξί-λοχος)].

Greek Monotonic

ναύλοχος: -ον, τόπος που παρέχει ασφαλές αγκυροβόλιο, λέγεται για λιμάνι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά, εσείς που ξεπηδήσατε από το λιμάνι, μέσα από τους βράχους (μερικοί θεωρούσαν το ναύλοχα ως ουσ.), σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ναύλοχος: служащий или пригодный для стоянки кораблей (λιμένες Hom.; ἕδραι Soph.; περιπτυχαί Eur.).

Middle Liddell

ναύ-λοχος, ον
affording safe anchorage, of a harbour, Od., Soph.; ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα λουτρά ye springs by the haven and from the rock (where some take ναύλοχα as Subst.) Soph.