ἀστατέω

Revision as of 15:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be never at rest, πόλοιο φορὰν . . -έουσαν App.Anth.3.146.4 (Theon); of the sea, Plu.Crass.17; βλέμμα ἀστατοῦν Hippiatr. 3.    2 to be unsettled, to be a wanderer, 1 Ep.Cor.4.11; to be inconstant, περὶ τοὺς γάμους Vett.Val.116.30.

German (Pape)

[Seite 374] unstät sein, schwanken, ἀστατοῦσα πόλου φορά Theo. Al. 4 (App. 39).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστᾰτέω: εἶμαι ἄστατος, οὐδέποτε ἡσυχάζω, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀππ. 2) δὲν ἔχω κατοικίαν διαρκῆ, περιπλανῶμαι, καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. δ΄, 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être agité, n’être jamais en repos;
2 être errant, vagabond.
Étymologie: ἄστατος.

Spanish (DGE)

(ἀστᾰτέω) 1 no permanecer quieto πόλοιο φορὰν ... ἀστατέουσαν App.Anth.3.146 (Theo), ἡ θαλάσση Plu.Crass.17
moverse los dientes, Gal.14.427
andar errante 1Ep.Cor.4.11, Aq.Is.58.7.
2 fig. ser inconstante περὶ τοὺς γάμους Vett.Val.111.10.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of ἵστημι; to be non-stationary, i.e. (figuratively) homeless: have no certain dwelling-place.

English (Thayer)

ἀστάτω; (ἄστατος unstable, strolling about; cf. ἀκατάστατος); to wander about, to rove without a settled abode (A. V. to have no certain dwelling-place): 1 Corinthians 4:11. (Anthol. Pal. appendix 39,4.)

Greek Monotonic

ἀστᾰτέω: μέλ. -ήσω, είμαι ασταθής, περιπλανιέμαι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀστᾰτέω:
1) быть неустойчивым, постоянно колебаться (ἀστατοῦσα πόλου φορά Anth.);
2) блуждать, скитаться NT.

Middle Liddell

ἄστατος
to be unstable, NTest.

Chinese

原文音譯:¢statšw 阿-士他帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:不-站
字義溯源:無定所的,未安定下來的,沒有一定住處;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 無定所的(1) 林前4:11