ἀτρεμέω
English (LSJ)
fut.
A -ήσω Plu.Pomp.58, App.Syr.2, etc.: aor. ἠτρέμησα v.l. in Hdt. (v. infr.), Hp.Morb.Sacr.14:—not to tremble, to keep still or quiet, ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι Hes.Op.539; οὐδαμά κω ἠτρεμήσαμεν, of a restless people, Hdt.7.8.ά (as v.l., cf. ἀτρεμίζω), etc.; of a state of health, remain stationary, Hp.Aph.1.3; ἀτρεμέει ἡ χολή Aret.SD1.15; of the patient, endure, ib.1.1; σχεδὸν οὐκ ἀναπνέων ἠτρέμει Luc.Am. 16, al.; of water, to be calm, Antyll. ap. Orib.10.3.9:—ἀτρέμ' ἔσεσθαι shd. be read for inf. Med. ἀτρεμέεσθαι in Thgn.47.—Found in Arist.Xen.977b17, but ἠρεμέω is the Att. equivalent.
German (Pape)
[Seite 388] nicht zittern, sich ruhig verhalten, Hes. O. 539; ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι, μηδ' ὀρθαὶ φρίσσωσιν Her. 7, 8; häufig bei Sp., z. B. Luc. Tox. 10 u. sonst; ἐν ὅπλοις Plut. Rom. 16; ἀτρεμεῖν ἐπὶ τῶν καθεστώτων, sich bei der bestehenden Ordnung beruhigen, Alc. 38; ἀτρεμοῦντα πάθη Anton. 25; – pass., Theogn. 47, nicht erschüttert werden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρεμέω: μέλλ. ήσω, Πλούτ., Ἀππ., κλ.: ἀόρ. ἠτρέμησα Ἡρόδ., Ἱππ.: ― δὲν τρέμω, μένω ἥσυχος, ἀκίνητος ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537· οὐδαμά κω ἠτρεμήσαμεν, ἐπὶ ἀνησύχων ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 7. 8, 1· κτλ.· ἐπὶ καταστάσεως τῆς ὑγείας, διαμένω στάσιμος, Ἱππ. Ἀφ. 1242, Ἀρετ.: ― τὸ μέσ. ἀπαρ. ἀτρεμέεσθαι παρὰ Θεόγν. 47, μεταβάλλεται ὑπὸ τοῦ Bgk. εἰς ἀτρεμιεῖσθαι. Ἡ λέξις ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. Ξενοφάνους 3, 9, ἀλλ’ οἱ δόκιμοι Ἀττ. μεταχειρίζονται κατὰ προτίμησιν τὸ ἠρεμέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀτρεμήσω, ao. ἠτρέμησα, pf. inus.
ne pas même trembler ; demeurer immobile, en repos.
Étymologie: ἀτρεμέω.
Spanish (DGE)
1 estar quieto, inmóvil ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι para que no se te ericen los pelos Hes.Op.539, ὑγιὴς ἂν γένοιτο ... εἰ ἀτρεμεῖ Hp.Fract.11, cf. Art.7, Off.6, τὰ μὲν ἄναιμα διὰ τὴν φύξιν οὐκ ἀτρεμέουσιν, ἀλλὰ σφάλλονται Hp.Flat.8, ἀτρεμέει ἡ χολή Aret.SD 1.9.5, cf. CA 1.9.1, ὕδατα ἀτρεμοῦντα aguas estancadas Antyll. en Orib.10.3.9, ὥσπερ παισὶν ἀτρεμεῖν μὴ δυναμένοις Plu.2.714e, cf. 134a, Hld.4.3.3, οἱ μὲν οὐκ ἀτρεμήσειν ὑπολαμβάνοντες Ἀντίοχον App.Syr.2, οὐδ' ὀφθαλμὸς ἀτρεμεῖ Ach.Tat.6.7.4, τί δή ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὖς; Ach.Tat.2.21.3, τὸ δὲ ἓν οὔτε ἀτρεμεῖν οὔτε κινεῖσθαι Arist.Xen.977b17 (= Xenoph.A 28), ὅτι τὰ πράγματα οὐχ ἅπτεται τῆς ψυχῆς, ἄλλ' ἔξω ἕστηκεν ἀτρεμοῦντα M.Ant.4.3, cf. 11.11, οἷον ἐμπνέουσαν καὶ οὐκ ἀτρεμοῦσαν ζωήν Plot.3.2.4
•fig. permanecer estacionario αἱ εὐεξίαι σφαλεραὶ ... οὐ γὰρ δύνανται μένειν ἐν τῷ αὐτῷ οὐδὲ ἀτρεμεῖν en los atletas, Hp.Aph.1.3.
2 permanecer tranquilo ἀτρέμει Alex.124.12 (pero ἀτρεμεί cód.), ὅπως ἐν τοῖς πρὸς τοὺς φίλους συμβολαίοις παντάπασιν ἀτρεμῇ Plu.2.91c, τῶν στρατευμάτων ἐν τοῖς ὅπλοις ἀτρεμούντων Plu.Rom.16, Ἀθηναίους ... ἐάσει ζῶν Ἀλκιβιάδης ἀτρεμεῖν ἐπὶ τῶν καθεστώτων Plu.Alc.38, cf. Pomp.58, ἀλλὰ ἄμεινον ἦν ἀτρεμεῖν αὐτοὺς (τοὺς ἀνθρώπους) γῆν ἄλλως ὄντας Luc.Prom.11, ἀτρεμήσει οὖν ... ἡ ψυχὴ πρὸς ἑαυτὴν καὶ ἐν ἑαυτῇ Plot.1.1.9
•tb. en v. med. ἕλπεο μὴ δηρὸν κείνην πόλιν ἀτρεμέεσθαι Thgn.47.
3 tener constancia, resistir un tratamiento οὔτε γὰρ ἀτρεμέειν τολμέουσι οἱ νοσέοντες ἐς τέλος Aret.SD 1.1.1, σχεδὸν οὐδ' ἀναπνέων ἠτρέμει (Πραξιτέλης) Luc.Am.16.
Greek Monotonic
ἀτρεμέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠτρέμησα· δεν τρέμω, μένω ακίνητος ή ήσυχος, σε Ησίοδ.· οὐδαμᾶ κω ἠτρεμήσαμεν, λέγεται για ανήσυχους ανθρώπους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρεμέω: оставаться в покое Hes., Her., Arst.: ἀ. ἐπὶ τῶν καθεστώτων Plut. мириться с существующим положением вещей.
Middle Liddell
[From ἀτρεμής
not to tremble, to keep still or quiet, Hes.; οὐδαμᾶ κω ἠτρεμήσαμεν, of a restless people, Hdt. From