εὐμάθεια

Revision as of 17:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ,

   A readiness in learning, docility, Pl.R.490c, Arist. Rh.1362b24, Call.Fr.32 P., etc.: pl., Ph.1.326: also in poet. form εὐμαθία, Pl.Chrm.159e, Men.88a: Ion. -ιη AP6.325 (Leon.Alex.), al.

German (Pape)

[Seite 1079] ἡ, u. εὐμαθία, ion. εὐμαθίη, Leichtigkeit im Lernen u. Auffassen, εὐμαθία κάλλιονδυσμαθία Plat. Charm. 159 d, wo es nachher durch ταχέως μανθάνειν erkl. wird; εὐμαθία καὶ μνήμη Men. 88 a; Rep. VI, 490 c εὐμάθεια u. μνήμη; in anderen Stellen schwankt die Lesart; – εὐμαθίη, Crinag. 4 (VI, 227); Leon. Al. 20 (VI, 325); Apollnds. 22 (IX, 280).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμάθεια: ἡ, εὐκολία εἰς τὸ μανθάνειν, εὐαγωγία, εὐπείθεια, Πλάτ. Πολ. 490C· ὁ Πλάτων μεταχειρίζεται ὡσαύτως καὶ τὸν ποιητικὸν τύπον εὐμαθία, Πλάτ. ἐν Χαρμ. 159Ε, ἐν Μένωνι 88Α· Ἰων. ίη, Ἀνθ. Π. 6. 325, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ εὐνόητον πράγματός τινος, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
facilité à apprendre, docilité.
Étymologie: εὐμαθής.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) ευμαθής
1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθειαμεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.)
2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων
3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση.

Greek Monotonic

εὐμάθεια: και -ία, Ιων. -ίη, ἡ, ευκολία στην μάθηση, ευπείθεια, υπακοή, πραότητα, σε Πλάτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμάθεια: ἡ способность к наукам, восприимчивость, понятливость Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell


readiness in learning, docility, Plat., Anth. [from εὐμᾰθής]