αἰχμητής

Revision as of 14:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

οῦ, Dor. αἰχμ-ᾱτάς, ᾶ, ὁ, (αἰχμή) poet.,

   A spearman, warrior, esp. opp. to archers, Il.2.543, Od.2.19, al., Archil. 119, cj.in Alcm.68,etc.    II In Pi.as Adj.,    1 pointed (or spear-wielding), αἰ. κεραυνός P.1.5.    2 warlike, αἰ. θυμός N.9.37:—fem. αἴχμητις (sic), EM595.39.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμητής: -οῦ, Δωρ. -ᾰτάς, ᾶ, ὁ, (αἰιχμή) ποιητικὸν ὄνομα, ὁ δόρυ φέρων, ἀνήρ, πολεμιστής, ἰδίως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς φέροντας τόξα, Ἰλ. Β. 543, Ὀδ. Β. 19, καὶ ἀλλ.· πρβλ. αἰχμητά. ΙΙ. παρὰ Πινδάρ. ὡς ἐπίθετον: 1) λήγων εἰς ὀξύ, ὀξύς, αἰχμητὰς κεραυνός, Πινδ. Π. 1. 5. 2) φιλοπόλεμος, αἰχμ. θυμός, Ν. 9. 87: - θηλ. αἴχμητις, (προπαροξυτόνως), Ἐτυμ. Μ. 595. 39.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
combattant armé d’une lance.
Étymologie: αἰχμή.

English (Autenrieth)

αἰχμητα (Il. 5.197): spearman, warrior; freq. implying bravery, with ἀνδρῶν, Il. 3.49.

Spanish (DGE)

-οῦ

• Alolema(s): αἰχμητά [-ᾰ] Il.5.197, dór. αἰχμᾱτάς

• Morfología: [gen. plu. αἰχμητέων Archil.124.13]
1 lancero op. otros tipos de guerreros Ἄβαντες ἕποντ' αἰχμηταί Il.2.543, cf. Od.2.19, Λαπιθάων αἰ. Hes.Sc.178, cf. Theoc.17.88
lancero, guerrero por excelencia, como epít. elogioso por considerarse al portador de la lanza superior a otro tipo de guerrero (frec. subst.) εἰ δέ μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοί Il.1.290, γέρων αἰχμητὰ Λυκάων Il.5.197, Ἕκτωρ Il.5.602, cf. Pi.N.5.7, B.13.133, πατέρες Tyrt.4.6, ἀνήρ Thgn.868, cf. IG 5(1).724.2 (Esparta III/II a.C.), οὐ γὰρ αἰ. πέφυκεν de Menelao, E.Or.754, αἰχμητὰ δύο (Heracles e Iolao), Archil.242.3, cf. Sch.Ar.Au.1237a, Call.SHell.238.12, στρατός Pi.O.11.19, E.Hec.118.
2 no de pers. esforzado, aguerrido θυμός Pi.N.9.37, κεραυνός del rayo de Zeus, Pi.P.1.5, ἀλέκτωρ ... αἰχμητής gallo de pelea, AP 6.155 (Theodorid.).

Greek Monolingual

αἰχμητὴς και αἰχμητήρ, ο (Α) αἰχμή
1. πολεμιστής που κρατά δόρυ σε αντίθεση προς τον τοξότη
2. ως επίθ. α) αιχμηρός, οξύς
β) μαχητικός, φιλοπόλεμος.

Greek Monotonic

αἰχμητής: -οῦ, Δωρ. -ᾱτάς, -ᾶ, (αἰχμή),
I. άνδρας που φέρει δόρυ, πολεμιστής, σε Όμηρ.
II. στον Πίνδ. ως επίθ.,
1. μυτερός, οξύς, αιχμηρός, κεραυνός.
2. φιλοπόλεμος, θυμός.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμητής:
I дор. αἰχμᾱτάς, οῦ adj. m
1) копьевидный, стрельчатый (κεραυνός Pind., Plut.);
2) воинственный (θυμός, στρατός, ἄνδρες Pind.; Αἰακίδαι Pyrrhus ap. Plut.).
οῦ ὁ копьеносец, копейщик Hom.

Middle Liddell

αἰχμή
I. a spearman, Hom.
II. In Pind. as adj.,
1. pointed, κεραυνός.
2. warlike, θυμός.

English (Woodhouse)

soldier