βασκανία

Revision as of 15:20, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ἡ,

   A malign influence, witchery, Pl.Phd.95b; β. φαυλότητος ἀμαυροῖ τὸ καλόν LXX Wi.4.12; βασκανίας φάρμακον τὸ πήγανον Arist.Pr.926b20.    2 malignity, ἀγνωμοσύνη καὶ β. D.18.252; ὄχλος καὶ β. Id.19.24: pl., LXX4 Ma.2.15.    3 jealousy, ἤεισεν κρέσσονα βασκανίης Call.Epigr.23, cf. Ph.2.81, al.

German (Pape)

[Seite 438] 1) Verläumdung, Dem. 18, 252 u. Sp., z. B. βασκανίης κρέσσονα ᾔεισεν Callim. 62 (VII, 525). – 2) Beherung, Beschreien, Plat. Phaed. 95 b; Arist. Probl. 34, 20; übh. Neid, Pol. 4, 87; Rufin. 34 (v. 22).

Greek (Liddell-Scott)

βασκᾰνία: ἡ, κακολογία, φθόνος, Πλάτ. Φαίδ. 95Β, Δημ. 311.8· ὄχλος καὶ β. Δημ. 348.24
ΙΙ. μαγεία, «μάτιασμα», Καλλ. Ἐπ. 22· βασκανίας φάρμακον τὸ πήγανον Ἀριστ. Προβλ. 20.34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
envie, jalousie ; esprit de dénigrement, méchanceté.
Étymologie: βάσκανος.

Greek Monolingual

η (AM βασκανία) βάσκανος
βλαπτική επίδραση που δέχονται πρόσωπα, ζώα ή αντικείμενα από εξωτερική ενέργεια, η οποία προέρχεται από κάποιο πρόσωπο που πιστεύεται ότι έχει έμφυτη προδιάθεση γι' αυτό
αρχ.
κακολογία, φθόνος.

Greek Monotonic

βασκᾰνία: ἡ, επιζήμια επιρροή, κακία, «μάτιασμα», σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

βασκᾰνία:
1) околдовывание, злые чары Arst.;
2) зависть Plat., Plut.;
3) клевета, поношение, злословие Dem., Polyb.

Middle Liddell

[from βάσκανος
slander, envy, malice, Plat., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βασκανία -ας, ἡ, Ion. βασκανίη βάσκανος
1. tovenarij.
2. kwaadwillendheid, kwaadaardigheid.

English (Woodhouse)

abuse, calumny, insult, reproach