σπανός
English (LSJ)
ή, όν,= σπάνιος,
A rare, uncommon, Hsch.; lacking, mostly in compds.; esp.,= σπανοπώγων, Ptol.Tetr.144, Polem.Phgn.2.35; = malebarbis, Gloss. Adv. -νῶς, rariter, ib.
German (Pape)
[Seite 916] von Sachen, selten, in geringer Anzahl vorhanden, u. von Personen, Mangel leidend, dürftig, arm, scheint nur in den VLL. vorzukommen.
Greek (Liddell-Scott)
σπανός: -ή, -όν, = σπάνιος, ἀσυνήθης, «τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν» Ἡσύχ.· - ὁ ἔχων ἔλλειψιν, μάλιστα ἐν συνθέσει· παρὰ δὲ Βυζαντ. = σπανοπώγων.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό / σπανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.)
νεοελλ.
1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βλάστηση
2. παροιμ. φρ. «μόνο τα γένια του σπανού δεν γίνονται» — δηλώνει ότι όλα είναι δυνατόν να γίνουν, εάν υπάρχει θέληση, εκτός από τα φύσει αδύνατα
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Σπανού ἀκολουθία» — σατιρικό κείμενο ανώνυμου συγγραφέα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, παρωδία που ακολουθεί τα πρότυπα της εκκλησιαστικής υμνολογίας
μσν.-αρχ.
σπάνιος, ασυνήθιστος
αρχ.
1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι
2. (κατά τον Ησύχ.) «τίμιον, πολλοῡ ἄξιόν ἐστιν».
επίρρ...
σπανῶς Α
αραιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπανοπώγων, με απόσπαση του α' συνθετικού (πρβλ. σπάγκος < σπαγκο-ραμμένος), ενώ κατ' άλλους < σπάνιος. Ο τ. τέλος, που παραδίδει ο Ησύχ. σπανόν
τίμιον είναι πιθ. υποχωρ. παράγωγο του σπανίζω.
(II)
-ή, -όν, ΜΑ
φαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: grey (pap.) cf. Reiter, Farven Weiss, Grau, Braun 93.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Furnée 339 etc. connects σπάνις.