σολοικισμός

Revision as of 19:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A incorrectness in the use of language, solecism, Arist.SE173b17; σολοικισμοὶ καὶ βαρβαρισμοί Phld.Rh.1.159 S., cf. Plu.2.731f, Luc.Vit.Auct.23; but βαρβαρισμός, incorrectness in the use of words, is distd. fr. σολ., incorrectness in the construction of sentences, A.D.Synt.198.8, cf. Phld.Rh.1.159 S.    2 of incorrect reasoning, περὶ σολοικισμῶν, title of work by Chrysippus, Stoic.2.6; cf.foreg. 1.2.    II awkwardness, Plu.2.520b (pl.).

German (Pape)

[Seite 912] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σολοικισμός: ὁ, ἔλλειψις ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε σολοικίζω· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: βαρβαρισμός, ἁμάρτημα περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, ἁμάρτημα περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις ἀτέχνως διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. βαρβαρισμός, κ. ἀλλ. ΙΙ. τρόπος ἄγροικος καὶ ἄξεστος, ἀπειροκαλία, «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 faute contre les règles du langage, solécisme;
2 p. anal. faute contre les règles de la bienséance, maladresse, gaucherie.
Étymologie: σολοικίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. σφάλμα, ιδίως συντακτικό, κατά τη χρήση της γλώσσας, παραβίαση τών συντακτικών, κυρίως, κανόνων της γλώσσας, καθώς και χρήση προτάσεων ή εκφράσεων που δεν ανταποκρίνονται στα συμφραζόμενα και στα δεδομένα τών συνθηκών επικοινωνίας
2. αγενής συμπεριφορά, αγροίκος τρόπος
νεοελλ.
απρέπεια
αρχ.
φρ. «Περὶ σολοικισμῶν» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σολοικίζω. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. soloecismus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. solecisme)].

Greek Monotonic

σολοικισμός: ὁ, συντακτικό λάθος στη χρήση της γλώσσας, σολοικισμός, ασυνταξία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

σολοικισμός:
1) языковая погрешность, ошибка в речи Arst., Plut., Luc., Sext.;
2) грам. синтаксическая ошибка, солецизм (в отличие от βαρβαρισμος, т. е. ошибки лексической);
3) непристойность, грубость Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σολοικισμός -οῦ, ὁ [σολοικίζω] incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme; vaak in de manier waarop woorden gecombineerd worden.

Middle Liddell

σολοικισμός, οῦ, ὁ, [from σολοικίζω
incorrectness in the use of language, a solecism, Luc.