ἀκάτιον
English (LSJ)
[ᾰκᾰ], τό, Dim. of ἄκατος, A light boat, used by pirates, Th. 1.29, 4.67, Plb.1.73.2, etc. II sort of woman's shoe, Ar.Fr. 739b, Hsch. III dwarf, Com.Adesp.923.
German (Pape)
[Seite 69] τό (dimin. von ἄκατος), 1) Nachen, ἀμφηρικόν Thuc. 4, 67, der Seeräuber, Brigantine; λεπτά Plut. Timol. 17; u. sonst. – 2) ein Segel, Luc. hist. conscr. 45 Iup. Trag. 46; unterschieden von τὰ μεγάλα ἱστία Xen. Hell. 6, 2, 27; nach Phryn. B. A. 19 κυρίως σημαίνει τὰ μικρὰ ἱστία (kleinere Segel zum Geschwindfahren), λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ μεγάλων; dah. andere es für Hauptsegel nehmen; Sprüchw. ἀκάτιον ἀράμενον φεύγειν Plut. de aud. poet. 1, u. öfter. Vgl. Schneider Epimetr. 1. ad Xen. Hell. 6. – 3) Epicrat. com. ein Becher, Athen. XI, 782 f. – 4) Nach VLL. ein Frauenschuh. Bei Ar. Lys. 64 ist τἀκάτιον ἤρετο wohl in τοὐκάτιον für τὸ ἑκάτειον zu ändern.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάτιον: [ᾰκᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ἄκατος, ἐλαφρὸν πλοῖον, ᾧ ἐχρῶντο πειραταί, Λατ. actuaria, Θουκ. 1. 29., 4. 67., Πολύβ., κτλ. ΙΙ. εἶδος ἱστίου, τὸ ὁποῖον μετεχειρίζοντο, ἢ ὡς ἰδιαίτερον ἱστίον κεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ μεγάλου, τοῦ τετραγώνου (μέγα ἱστίον, ὀθόνη), ἢ προσέθετον αὐτὸ ἐν καιρῷ οὐρίου ἀνέμου εἰς τὸ μέγα ἴσως ἱστίον ἀπὸ τῆς πρῴρας μέχρι τοῦ ἱστοῦ διῆκον: πρβλ. δόλων, ἐν Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 27· ὁ Ἰφικράτης καταλείπει τὰ μεγάλα ἱστία, ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν πλέων, καὶ ποιεῖται ὀλίγην χρῆσιν καὶ αὐτῶν ἔτι τῶν ἀκατίων, ὥστε φανερῶς ἐνταῦθα τὰ δύο ταῦτα ἱστία ἐχρησιμοποιοῦντο χωριστά. Ἀλλ’ ἐν Ἐπικούρ. παρὰ Πλουτ. 2. 15D, ὅταν τις θέλῃ νὰ αὐξήσῃ τὴν ταχύτητα, ἀκάτιον ἀράμενος φεύγει, πρβλ. 1094D, ὥστε ἐνταῦθα τὰ ἀκάτια πρέπει νὰ ἐχρησίμευον ὡς προσθῆκαι εἰς τὰ συνήθη τετράγωνα ἱστία· καὶ ἐν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 46· ὁ ἄνεμος ἐμπτίπτων τῇ ὀθόνῃ καὶ ἐμπιπλὰς τὰ ἀκάτια, τὰ δύο ἀναφέρονται ὡς ὁμοῦ ἐνεργοῦντα, πρβλ. Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 45: - παρ’ Ἐπικράτ. Ἄδηλ. 2 ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τοῦ ἀκάτιον (ἱστίον καὶ ποτήριον· ἴδε ἄκατος ΙΙ)· κατάβαλλε τἀκάτια, καὶ κυλίκια (;) αἴρου τὰ μείζω, ἄφες τὰ ποτηράκια (εἶχον δὲ ταῦτα σχῆμα πλοίου) καὶ πάρε τὰ μεγάλα. ΙΙΙ. εἶδος σανδαλίου γυναικείου, Πολυδ. 7. 93., Ἡσύχ. IV. μικρὸς ἄνθρωπος, νᾶνος, Φρύν. ἐν Α. Β. 19 «τοὺς μικροὺς τὰ σώματα ἀκάτια λέγουσιν.»
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 navire léger, barque de pêche, brigantin, etc.
2 voile auxiliaire (oblique ou latine) pour donner au navire toute sa vitesse.
Étymologie: ἄκατος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [ᾰκᾰ-]
I 1barco ligero Archil.130.25, Alc.305a.18, SEG 38.1036.1, 7 (Pech Maho V a.C.), Th.1.29, Plb.1.73.2, 8.30.6, PCair.Zen.430.13 (III a.C.), D.C.41.46.2, Epit.8.8.7, Philostr.Im.1.12.4.
2 dud. exvoto o vaso en forma de nave, ICr.4.186A.2 (Gortina II a.C.).
II vela pequeña X.HG 6.2.27, Luc.Lex.15, ITr.46, Hist.Cons.45, cf. ἀκάτειος
•fig. κατάβαλλε τἀκάτεια, <καὶ τὰ> κιλίκια arría las velas y las copas Epicr.9.1, aplicado a pers. de baja estatura Com.Adesp.568
•prov. παιδείαν δὲ πᾶσαν ... φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος huye de toda cultura a velas desplegadas Epicur.Fr.[89].
III plu. calzado de mujer, Ar.Fr.761.
Greek Monotonic
ἀκάτιον: [ᾰκᾰ], τό, υποκορ. του ἄκατος,
I. μικρό, ελαφρό πλοιάριο, που χρησιμοποιούσαν οι πειρατές, σε Θουκ. κ.λπ.
II. μικρό ιστίο, πανί, πιθ. το ιστίο που τοποθετούσαν στην κορυφή του μεγάλου καταρτιού, σε Ξεν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάτιον: (ᾰκᾰ) τό
1) челн, лодка Thuc., Polyb., Plut.;
2) косой парус Xen., Plut., Luc.
Middle Liddell
[Dim. of ἄκατος
I. a light boat, Thuc., etc.
II. a small sail, perh. a top-sail, Xen., Luc.