άσυλο
Greek Monolingual
το (AM ἄσυλον)
τόπος ιερός και απαραβίαστος
νεοελλ.
1. τόπος καταφυγής των κυνηγημένων, καταφύγιο
2. φιλανθρωπικό ή νοσηλευτικό ίδρυμα που προορίζεται για στέγαση, διατροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ. φτωχών, αρρώστων, αναπήρων ή γερόντων
3. φρ. α) «άσυλο κατοικίας» ή «οικογενειακό άσυλο» — η απαγόρευση εισόδου στην κατοικία χωρίς ή παρά τη θέληση του ενοίκου, με εξαιρέσεις όπως ορίζει ο Νόμος και παρουσία δικαστικής αρχής
β) «πολιτικό άσυλο» — το δικαίωμα που παραχωρείται σ' έναν αλλοδαπό να εισέλθει και να παραμείνει σε μια χώρα υπό όρους πιο ευνοϊκούς από αυτούς που ισχύουν για άλλους αλλοδαπούς, λόγω κυρίως της πραγματικής αδυναμίας να διαβιώσει στη χώρα της ιθαγένειάς του
γ) «πανεπιστημιακό άσυλο» — ο περιορισμός της διοίκησης να επεμβαίνει και να παίρνει αστυνομικά ή άλλα διοικητικά μέτρα στους πανεπιστημιακούς χώρους χωρίς την άδεια τών πανεπιστημιακών αρχών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουδέτερο του επιθ. άσυλος, με χρήση ουσιαστικού].