ἐπαρτύω

Revision as of 09:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

and ἐπαρτ-ύνω [ῡν], A fit or fix on, αὐτίκ' ἐπήρτυε πῶμα Od.8.447. II prepare, ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα Od.3.152; ὄλεθρόν τινι Opp.C.2.443:—Med., δεῖπνον ἐπηρτύνοντο they prepared them a meal, h.Cer.128.

German (Pape)

[Seite 905] darauf fügen, πῶμα Od. 8, 447.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρτύω: ῠ, καὶ -ύνω ῡν, συναρμόττω, αὐτίκ’ ἐπήρτυε πῶμα Ὀδ. Θ. 447. ΙΙ. παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο Ὀδ. Γ. 152· ὄλεθρόν τινι Ὀπ. Κυν. 2. 443. - Μέσ., δεῖπνον ἐπηρτύνοντο, παρεσκεύαζον, ἡτοίμαζον, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 128.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἐπήρτυε;
ajuster sur.
Étymologie: ἐπί, ἀρτύω.

English (Autenrieth)

fit on, Od. 8.447.

Greek Monolingual

ἐπαρτύω και ἐπαρτύνω (Α)
1. προσαρμόζω, συναρμόζω, εφαρμόζω («αὐτίκ' ἐπήρτυε πῶμα», Ομ. Οδ.)
2. ετοιμάζω, παρασκευάζω
3. κάνω κάτι νόστιμο, γευστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»].

Greek Monotonic

ἐπαρτύω: και -ύνω[ῡ],
I. εφαρμόζω, συναρμολογώ, σε Ομήρ. Οδ.
II. προετοιμάζω, στο ίδ. — Μέσ., προετοιμάζω για τον εαυτό μου, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρτύω:
1) прилаживать, приделывать (πῶμα Hom.);
2) устраивать, готовить (πῆμα Hom. - in tmesi).

Middle Liddell

and -ύνω
I. to fit on, Od.
II. to prepare, Od.:—Mid. to prepare for oneself, Hhymn.