ὁλκαῖος

Revision as of 13:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, (ὁλκή) A drawn along, towed, of a ship (cf. ὁλκάς), Nic.Th.268 : hence, trailing, dragging, σειρή, of a serpent, ib.119 ; ἀτραπός ib.160 ; κακά Lyc.216. II as Subst. ὁλκαία, Ion. ὁλκαίη, ἡ, tail, because it is trailed along, Nic. Th.123, 225, A.R.4.1614 (v.l. ἀλκαία, which Schn. writes in Nic. ll. cc.).

German (Pape)

[Seite 323] gezogen, geschleppt, bes. vom schleppenden Gange, kriechend, schleichend; Nic. oft, wie Ther. 267, von der Natter ib. 118 παλίγκοτος ἀντομένοισι δάγματι πλειοτέρῃ καὶ ὁλκαίην ἐπὶ σειρήν, Schol. ἑλκομένην. οὐράν; dah. ἡ ὁλκαία geradezu der Schwanz, der nachgeschleppt wird, αἵθ' ὑπὸ ταύρου ὁλκαίην ψαίρουσαι ὀλίζωνες φορέονται, Ther. 122; Ap. Rh. 4, 1614; Callim. frg. 547; – τὸ ὁλκαῖον, jeder Theil eines Körpers, der nachgeschleppt wird, auch der Bauch des Schiffes, u. übh. jedes bauchige, weite Gefäß, Wanne, Pokal u. dgl. – Vgl. auch ὁλκεῖον u. ὁλκίον. – Das Wort scheint nur der spätern Dichtersprache anzugehören. – Poll. 6, 99 erkl. ὁλκαῖον, ἐν ᾡ τὰ ἐκπώματα ἐναπονίπτουσιν.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκαῖος: -α, -ον, (ἕλκω, ὁλκὴ) ὁ συρόμενος, ῥυμουλκούμενος, ἐπὶ πλοίου (πρβλ. ὁλκάς), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1314, Νικ. Θ. 268· - ἐντεῦθεν, ὁ συρόμενος, ἕρπων, ἐπὶ ὄφεων, αὐτόθι 118, 163· κακὰ Λυκόφρ. 216. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὁλκαία, Ἰων. ὁλκαίη, ἡ, οὐρά, ὡς ἑλκομένη, συρομένη, Νικ. Θ. 123, 225, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1614 (ἔνθα ἄλλοτε ἀλκαία). 2) ὁλκαῖον, τό, ἴδε ἐν λ. ὁλκεῖον.

Greek Monolingual

ὁλκαῑος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) ολκή
1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται
2. (για φίδι) αυτός που έρπει
3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.)
4. αλλεπάλληλος, διαδοχικόςλεύσσω πάλαι δὴ σπεῑραν ὁλκαίων κακῶν», Λυκόφρ.)
5. το θηλ. ως ουσ.ὁλκαία, -αίη
η ουρά του λιονταριού, επειδή σύρεται
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλκαῑον
α) μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. ολκείον
β) η πρύμνη του πλοίου.