οργιά

Revision as of 11:26, 5 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<sup>1</sup>/<sub>4</sub>" to "¼")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και οργυιά, η (ΑΜ ὀργυιά, Α ιων. τ. ὄργυια και ὀργυιή, αττ. τ. ὄργυα, ποιητ. τ. ὀρόγυια)
μονάδα μήκους ίση με την απόσταση τεντωμένων χεριών από το ένα άκρο μέχρι το άλλο και η οποία είναι 6 περίπου πόδια
νεοελλ.
αγγλικό μέτρο μήκους ίσο με δύο γιάρδες, δηλ. 1,83 μέτρα
αρχ.
1. χωρομετρική ράβδος, 9¼ βασιλικές σπιθαμές
2. (κατά τον Ηρόδ.) «αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον ἑξαπέδου μὲν τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀργυιά έχει τη μορφή θηλ. μτχ. ενός αμάρτυρου παρακειμένου χωρίς διπλασιασμό και χωρίς χρονική αύξηση (πρβλ. ἄγυια) του ρήματος ὀρέγω «απλώνω, εκτείνω». Ο τ. ὀργυιά έχει προέλθει πιθ. με συγκοπή από αρχικό τ. ὀρογυιά, ο οποίος με τη σειρά του έχει σχηματιστεί είτε αφομοιωτικά από αμάρτυρο τ. ὀρεγυιά είτε από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ὀρέγω. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ὀργυιά έχει προέλθει με συγκοπή και βράχυνση του -ω- σε -ο- (πριν από ηχηρό σύμφωνο) από αμάρτυρο τ. μτχ. ὠρογυιά ενός αρχ. παρακμ. ὤρογα. Ο τ. ὀρόγυια, εξάλλου, πρέπει να είναι δευτερογενής και εξηγείται με ανάπτυξη φωνήεντος πριν από υγρό σύμφωνο. Με ανάπτυξη φωνήεντος μπορεί να εξηγηθεί, τέλος, και το σύνθ. σε -ώρυγος, πεντώρυγος.