ζέση

Revision as of 16:20, 12 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ζέσις) ζέω
1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμαὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.)
2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «(οργή) ζέσις τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «βαθμός ζέσεως» — ο ζεσιγόνος βαθμός
μσν.
(για συναισθήματα) εκτίμηση, αγάπη
μσν.-αρχ.
έντονη οργή, αγανάκτηση, έξαψη.