ευδοκώ
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐδοκῶ, -έω)
αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου»)
2. φρ. «θεού θέλοντος και καιρού ευδοκούντος» — αν η κατάσταση του καιρού το επιτρέπει
μσν.-αρχ.
1. περιβάλλω κάποιον με την ευμένειά μου, με την αγάπη μου, ευνοώ («οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ ηὐδόκησα», ΚΔ)
2. δίνω συγκατάθεση, συμφωνῶ, συγκατανεύω («εὐδόκησε κοινωνὸν αὐτὸν προσλαβέσθαι τῶν πράξεων», Πολ.)
αρχ.
1. είμαι ευχαριστημένος με κάποιον, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάποιον ή σε κάτι («οὐδεὶς τοῖς παρὰ φύσιν ἐγχρονίζων εὐδοκεῑ», Πολ.)
2. επιδοκιμάζω («εὐδοκῶ ἐπὶ πᾱσι τοῖς προκειμένοις»)
3. είμαι πρόθυμος, προθυμοποιούμαι
4. είμαι ευπρόσδεκτος, γίνομαι αποδεκτός («τοῑς δὲ Θηβαίοις οὐχ ὅλως εὐδόκει τὸ γεγονός», Πολ.)
5. θεωρώ κάποιον άξιο για κάτι
6. μέσ. εὐδοκοῦμαι
είμαι ευχαριστημένος
7. παθ. α) ευνοούμαι, ευτυχώ, ευημερώ
β) επιδοκιμάζομαι, γίνομαι αποδεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δοκώ.