πυρπολώ
Greek Monolingual
πυρπολῶ, -έω, ΝΜΑ
βάζω φωτιά σε κάποιον ή σε κάτι και τον καταστρέφω εντελώς, απανθρακώνω (α. «ο ψυχασθενής πυρπόλησε με πετρέλαιο τη γυναίκα του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», Αριστοφ.)
αρχ.
1. ανάβω φωτιά και τη διατηρώ
2. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με διάπυρα βλήματα
3. μέσ. πυρπολοῦμαι, -έομαι
ενεργώ με τέτοιο τρόπο ώστε να καεί κάτι
4. μτφ. α) βασανίζω ψυχικά κάποιον
β) εξάπτω τον έρωτα σε κάποιον
5. φρ. «πυρπολεῖν τοὺς ἄνθρακας» — ανακινώ ή φυσώ τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + πολῶ (< πέλομαι). Το ρ. πυρπολώ συνδέεται με το επίθ. πυρπόλος. Δεν είναι, όμως, δυνατό να εξακριβωθεί αν το ρ. παράγεται από το όν. ή αν το όν. πυρπόλος σχηματίστηκε υποχωρητικά από το ρ.].