ἐκκινέω

Revision as of 17:40, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

A move out of[his lair], put up, ἔλαφον S.El.567 : metaph., ἐ. τὴν νόσον Id.Tr.979 (anap.) ; τόδε τὸ ῥῆμα Id.OT354; so σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐ. κακοῦ Id.Tr.1242 :—Pass., σκώμμασι μᾶλλον ἢ λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plu.2.631c.

German (Pape)

[Seite 762] herausbewegen; ἔλαφον, aufscheuchen, Soph. El. 557; übertr., ῥῆμα, ausstoßen, O. R. 354; νόσον, aufregen, Trach. 975; σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ 1232; außer Fassung bringen, τοῖς σκώμμασι μᾶλλον ἢ ταῖς λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plut. Symp. 2, 1, 4. Vgl. ἐκκυνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῑνέω: ἐξεγείρω (ἐκ τῆς φωλέας), «ξιππάζω», ἐξεκίνησεν ποδοῖν στικτὸν κεράστην ἔλαφον Σοφ. Ἠλ. 567· μεταφ., διεγείρω, ἐρεθίζω, ἐκκ. τὴν νόσον Σοφ. Τρ. 979· «βγάζω εἰς τὸ μέσον», οὕτως ἀναιδῶς ἐξεκίνησας τόδε τὸ ῥῆμα; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 354· οὕτω, σὺ γάρ μ’ ἀπ’ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ ὁ αὐτ. Τρ. 1242: ― Παθ., λοιδορίαις ἐκκινεῖσθαι Πλούτ. 2. 631D: ― Ἐν Ξεν. Κυν. 3. 10 διωρθώθη ἐκκυνοῦσι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 mettre en mouvement pour faire partir : ἔλαφον SOPH faire lever un cerf ; fig. ῥῆμα SOPH lâcher une parole ; νόσον SOPH faire naître une maladie;
2 mettre hors de soi, émouvoir.
Étymologie: ἐκ, κινέω.

Spanish (DGE)

(ἐκκῑνέω) 1 hacer salir de su cubil, levantar una pieza de caza ἐξεκίνησεν ... ἔλαφον S.El.567
fig. suscitar, despertar νόσον S.Tr.978, τόδε τὸ ῥῆμα S.OT 354, σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ pues tú me despiertas de un mal que estaba adormecido S.Tr.1242.
2 intr. en v. med.-pas. conmoverse, sentirse afectado καὶ ἐξεκινήθη ἡ ψυχὴ βασιλέως LXX 4Re.6.11, τοῖς δὲ σκώμμασιν ... μᾶλλον ἢ ταῖς λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plu.2.631c, μὴ φυσικῶς οὕτως ἐκκινεῖσθαι S.E.M.9.33
moverse, estar en movimiento ταῦτα (los números) ... μένοντα μέν, ἀριθμητικὰν καὶ γεωμετρίαν ἐγέννασεν, ἐκκινηθέντα δὲ ἁρμονίαν καὶ ἀστρονομίαν Clin.Pyth.Hell.108.

Greek Monotonic

ἐκκῑνέω: μέλ. -ήσω, κινώ προς τα έξω, ἔλαφον, σε Σοφ.· μεταφ., διεγείρω, ερεθίζω, εξάπτω, συναρπάζω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκῑνέω:
1) досл. поднимать, перен. вспугивать, гнать, преследовать (ἔλαφον Soph.);
2) возбуждать, волновать, раздражать (τινα τοῖς σκώμμασι Plut.);
3) усиливать, растравлять (δεινὴ νόσον Soph.);
4) произносить, высказывать (τόδε τὸ ῥῆμα Soph.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to move out of his lair, to put up, ἔλαφον Soph.: metaph. to stir up, rouse, excite, Plut.