ἀνωφελής

Revision as of 11:44, 28 May 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ές, A unprofitable, useless, at a disadvantage, ἁβροσύναι Xenoph.3.1; γόοι A.Pr.33; σκιά S.El.1159; πάντα ἀ. ἦν Th.2.47; ἀ. αὑτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Pl.R.496d,al. 2 hurtful, harmful, prejudicial Th.6.33; τινί Pl.Prt.334a, X.HG1.7.27: Comp. ἀνωφελέστερος E.Fr.48, X.Cyn.13.11, Pl.Hp.Ma.284e. Adv. ἀνωφελῶς = futilely Arist.EN1095a5, PLond. 3.908.28 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 269] ές, nutzlos, γόος Aesch. Prom. 33; Eur. Suppl. 251; schädlich, τινί Plat. Prot. 334 a u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφελής: -ές, ὁ μὴ ὠφέλιμος, ἄχρηστος, ἀφροσύναι Ξενοφάν. 3. 1· γόοι Αἰσχύλ. Πρ. 33· σκιὰ Σοφ. Ἠλ. 1159 πάντα ἀν. ἦν Θουκ. 2. 47· ἀν. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Πλάτ. Πολ. 496D κ. ἀλλ. 2) ἐπιβλαβής, βλαπτικός, Θουκ. 6. 33· τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Ξεν. - Συγκρ. -έστερος Εὐρ. Ἀποσπ. 49. - Ἐπίρρ. -λῶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 inutile, vain;
2 nuisible à, τινι.
Étymologie: ἀ, ὄφελος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1inútil, no provechoso ἁβροσύναι Xenoph.B 3.1, cf. Democr.B 175, γόοι A.Pr.33, σκιά S.El.1159, πάντα ἀ. ἦν Th.2.47, ἀ. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Pl.R.496d, κίνησις Arist.IA 708a20, διήγημα Plb.1.14.6, ἡ φιλοσοφία Arist.Pol.1259a9, ὑετός LXX Pr.28.3, πενθεροί E.Hipp.636, γυνή E.Hipp.638, οἳ μὲν ὄλβιοι E.Supp.239, cf. Or.1616, Pl.Cra.417d
subst. τὸ ἀ. Ep.Hebr.7.18, PMasp.156.31 (VI d.C.).
2 c. neg. dañino, perjudicial τοῖς δὲ νεωτέροις οὐκ ἀ. Gorg.B 11a.32, cf. E.Fr.48, Th.6.33, Pl.Prt.334a, Hp.Ma.284e, X.HG 1.7.27, Cyn.13.11.
II adv. ἀνωφελῶς = inútilmente Arist.EN 1095a5, Plu.2.66c, PLond.908.28, PMasp.151.220 (VI d.C.).

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and the base of ὠφέλιμος; useless or (neuter) inutility: unprofitable(-ness).

English (Thayer)

ἀνωφελές (alpha privative and ὄφελος); from Aeschylus down; unprofitable, useless: διά τό αὐτῆς ἀνωφελές on account of its unprofitableness).

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνωφελής, -οῡς)
1. αυτός που δεν ωφελεί, άχρηστος
2. βλαβερός, επιζήμιος.

Greek Monotonic

ἀνωφελής: -ές (ὠφελέω),
1. μη ωφέλιμος, άχρηστος, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
2. επιβλαβής, βλαπτικός, σε Θουκ.· τινι, σε κάποιον, σε Πλάτ.· επίρρ. -λῶς, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνωφελής:
1) отказывающий в помощи (τότε ἦσθ᾽ ἀ. Eur.);
2) бесполезный, ненужный, напрасный (γόοι Aesch.; τινι Plat., Plut.);
3) пустой, призрачный (σκιά Soph.);
4) негодный, вредный (τινι Thuc., Xen., Plat.).

Middle Liddell

ὠφελέω
1. unprofitable, useless, Aesch., Soph., etc.
2. hurtful, prejudicial, Thuc.; τινι to one, Plat.: adv. -λῶς, Arist.

Chinese

原文音譯:¢nwfel»j 安-哦費累士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-欠(著) 相當於: (הֲלֹא‎ / לֹא‎ / לֹה‎)+ (יָעַל‎)
字義溯源:無益的,無用的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ὠφέλιμος)=有益的,適用的)組成;其中 (ὠφέλιμος)出自(ὄφελος)=利益),而 (ὄφελος)出自(ὀφείλω)X*=積聚)
出現次數:總共(2);多(1);來(1)
譯字彙編
1) 無益(1) 來7:18;
2) 無益的(1) 多3:9

English (Woodhouse)

ineffectual, useless, vain, of no avail