μελανιάζω

Revision as of 15:04, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι ή κάποιον μαύρο ή μελανωπό («τον μελάνιασε στο ξύλο»)
2. γίνομαι μαύρος ή μελανωπός («μελάνιασα από το κρύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μελανιώ κατά τα ρήματα σε -άζω (πρβλ. δειλιῶ: δειλιάζω, χολιώ: χολιάζω)].