μηνώ

Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Μ μηνῶ -άω και μηνάγω)
1. ειδοποιώ ή παραγγέλλω μέσω ενός προσώπου ή εγγράφως, στέλνω σε κάποιον μήνυμα
2. αναγγέλλω, γνωστοποιώ, φανερώνω, ανακοινώνω («μού μήνυσε πως είναι άρρωστος»)
3. διατάζω
4. στέλνω και προσκαλώ κάποιον
5. πληροφορώ
6. ζητώ
μσν.
φρ. «μηνῶ χαρτίν» ή «μηνῶ χαρτία» — στέλνω έγγραφο μήνυμα, εντολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος από τον αόρ. εμήνυσα του μηνύω κατά το σχήμα -μίλη-σα: μιλῶ (πρβλ. μεθύω: -μέθυ-σα: μεθῶ)].