καυκί
Greek Monolingual
το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν)
κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά
2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα
3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι
4. η επιγονατίδα
5. στον πληθ. τα καυκιά
οι δίσκοι της ζυγαριάς
6. παροιμ. «το καυκί με την αράδα στο τραπέζι τριγυρίζει» — σε ομαδική συνεργασία δεν έχουν θέση οι προτιμήσεις
μσν.
1. κοίτη ποταμού
2. δίσκος με τον οποίο οι κωμοδρόμοι συνέλεγαν από τους θεατές χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυκ-ίον < καῦκος, ὁ + υποκορ. κατάλ. -ί (ον), πρβλ. γατί, παιδί].