τέρψις

Revision as of 07:05, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "distd. from" to "distinguished from")

English (LSJ)

εως, ἡ, also ιος Orph.Fr.11: (τέρπω):—A enjoyment, delight, τινος from or in a thing, τέρψις ἀοιδῆς Hes.Th.917, cf. Ar.Ra.676 (lyr.); δείπνων τέρψιες Pi.P.9.19, cf. Th.2.38; χλιδανῆς ἥβης τ. A.Pers. 544 (anap.); κυλίκων S.Aj.1201 (lyr.); εἰς τέρψιν τινῶν ἐλθεῖν E.Ph. 195, cf. IT797; βραχεῖα τ. ἡδονῆς κακῆς Id.Fr.362.23: τ. ἐστί μοι, c. inf., it is my pleasure to... ἦν μοι τ. ἐκπεσεῖν χθονός S.OC766, cf. 775: abs., joy, delight, Thgn.787, Pi.O.12.11, B.1.59, A.Ag.611, etc.: pl., αἱ διὰ τῶν αἰσθήσεων τ. Phld.D.3.14: distinguished from the more general term ἡδονή by Prodic. ap. Arist.Top.112b23, cf. Pl.Phlb. 11b.

German (Pape)

[Seite 1095] εως, ἡ; eigtl. Sättigung, Befriedigung, πόθου, Eur.; gew. Vergnügung, Ergötzung, τέρψις ἀοιδῆς, Hes. Th. 917; δείπνων τέρψιας, Pind. P. 9, 19; Ol. 12, 11; οὐδ' οἶδα τέρψιν, οὐδ' ἐπίψογον φάτιν ἄλλου πρὸς ἀνδρός, Aesch. Ag. 597; Soph. O. R. 1477 u. öfter, wie Eur.; u. sp. D., τέρψιας ὀρχηθμοῖο, Ep. (IX, 504). – Auch in Prosa: Her. 7, 39; Plat. Crat. 419 c; καὶ ἡδονή, Phil. 11 b; Thuc. 2, 38; Isocr. 1, 16; Sp., wie Pol. 9, 2, 6; vgl. Arist. top. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

τέρψις: -εως, ἡ, καὶ -ιος Πλάτ. Νόμ. 669D· (τέρπω)· - τὸ τέρπεσθαι, εὐφροσύνη, ἡδονή, τινός, ἔκ τινος ἢ εἴς τι, τέρψις ἀοιδῆς Ἡσ. Θ. 917· δείπνων τέρψιες Πινδ. Π. 9. 35· χλιδανῆς ἥβης τ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 544· κυλίκων Σοφ. Αἴ. 1201· εἰς τέρψιν τινὸς ἐλθεῖν Εὐρ. Φοίν. 195, πρβλ. Ι. Τ. 797. Κύκλ. 522· βραχεῖα τ. ἡδονῆς κακῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 364. 23· - τ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ. εἶναι τέρψις μου νά…, ὅτ’ ἦν μοι τέρψις ἐκπεσεῖν χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 766, πρβλ. 755 - ἀπολ., χαρά, εὐφροσύνη, Θέογν. 787Β, Πινδ. Ο. 12. 15. Αἰσχύλ. Ἀγ. 611, κλπ.· διαστέλνεται δὲ ἀπὸ τοῦ γενικωτέρου ἡδονὴ ὑπὸ τοῦ Προδίκου ἐν Ἀριστ. Τοπ. 2. 6, 6, πρβλ. Θουκ. 2. 38, Πλάτ. Φίληβ. 11Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 rassasiement, plénitude : τινος satisfaction d’un désir;
2 jouissance, charme, plaisir délicieux ; avec un gén., plaisir que procure qch ; τέρψις ἐστί μοι avec l’inf. : c’est un plaisir délicieux pour moi de.
Étymologie: τέρπω.

English (Slater)

τέρψις
  nbsp; 1 delight πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος (O. 12.11) ἐφίλησεν οὔτε δείπνων μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (P. 9.19) μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (N. 8.43) μήδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. τέρψη.

Greek Monotonic

τέρψις: -εως και -ιος, ἡ (τέρπω), διασκέδαση, χαρά, ηδονή, τινός, από κάποιον ή σε κάποιο πράγμα, σε Ησίοδ., Τραγ.· τέρψις ἐστί μοι, με απαρ., είναι ευχαρίστησή μου να κάνω, σε Σοφ.· απόλ., χαρά, ευφροσύνη, σε Θέογν., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τέρψις: εως, ион. ιος ἠ
1) удовольствие, наслаждение, радость (δείπνων τέρψιες Pind.; ἥβης τ. Aesch.): ἐς τέρψιν ἰέναι Eur. проникаться радостью; ἦν μοι τ. ἐκπεσεῖν χθονός Soph. для меня (Эдипа) было радостью изгнание;
2) удовлетворение: πόθου ἐς τέρψιν ἐλθεῖν Eur. удовлетворить свое желание.

Middle Liddell

τέρψις, εως ιος, ἡ, τέρπω
enjoyment, delight, τινός from or in a thing, Hes., Trag.; τέρψις ἐστί μοι, c. inf., it is my pleasure to do, Soph.:—absol. gladness, joy, delight, pleasure, Theogn., Aesch.

English (Woodhouse)

delight, joy, mirth, pleasure, power of pleasure