φαυλότης

Revision as of 13:22, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ητος, ἡ, A meanness, poorness, badness, of persons and things, Pl.Lg.646b, Isoc.4.146 (pl.); τῆς στολῆς X.Cyr.2.4.5; τῶν βρωμάτων ib.5.2.16; φ. χώρας, opp. ἀρετή, poorness of soil, Pl.Lg. 745d; opp. ἐπιείκεια, Arist.EN1175b25; φ. μοναρχίας ἡ τυραννίς ib. 1160b10: in plural, states of bad health, Dsc.2.49. 2 want of accomplishments or skill, Hp.Art.77 (v.l. for φλαυρότης), E.Fr.641; στρατηγῶνφ. D.18.303; ἡ ἐμὴ φ. my lack of judgement, my poor judgement, X.Mem.4.2.39, Pl.Hp.Ma.286d. 3 in good sense, plainness, simplicity of life, ἡ ἀμφὶ τὸ σῶμα φ. X.Ages.11.11, cf. HG4.1.30.

German (Pape)

[Seite 1259] ητος, ἡ, Geringfügigkeit; – Schlichtheit, Einfachheit, Xen. Hell. 4, 1,30; – schlechte, gemeine, einfache Beschaffenheit, Wohlfeilheit, Xen. Cyr. 2, 4,5. 5, 2,16; Ggstz des Gesuchten, Umständlichen, Kostbaren, Plat. Legg. V, 745 d; ἡ ἐμὴ φαυλότης, meine geringe Beurtheilungskraft, Hipp. mai. 286 d, wie Xen. Mem. 4, 2,39; οἳ διὰ φαυλότητα οὐχ οἷοί τε ἦσαν ζῆν, wegen Dürftigkeit Isocr. 4, 146.

Greek (Liddell-Scott)

φαυλότης: -ητος, ἡ, μηδαμινότης, εὐτέλεια πενιχρότης, «προστυχιά», κακία, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Πλάτ. Νόμ. 646Β, Ἰσοκρ. 71Β· τῆς στολῆς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 4, 5· τῶν βρωμάτων αὐτόθι 5. 2, 16· φ. τῆς χώρας, τὸ ἄγονον, Πλάτ. Νόμ 745D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιείκεια. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10, 5, 6· φαυλότης γάρ ἐστι μοναρχίας ἡ τυραννὶς αὐτόθι 8. 10, 3. 2) ἔλλειψις δεξιότητος ἢ ἱκανότητος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 837, Εὐρ. Ἀποσπ. 642· φ τῶν στρατηγῶν Δημ. 326. 27· ἡ ἐμὴ φ., ἡ ἐμὴ ἔλλειψις κρίσεως, ἡ ἐμὴ ἀκρισία, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζονα 286D. 3) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἁπλότης, τὸ ἀνεπιτήδευτον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30, Ἀγησ. 11, 11· πρβλ. φαῦλος ΙΙ. 4.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 mauvais état d’une chose (d’un vêtement, d’aliments, etc.);
2 fig. ou au sens mor. sottise, stupidité ; en b. part simplicité.
Étymologie: φαῦλος.

Greek Monotonic

φαυλότης: -ητος, ἡ,
1. μηδαμινότητα, ευτέλεια, πενιχρότητα, κακία, λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ φαυλότης τῶν στρατηγῶν, έλλειψη στρατηγικής δεξιότητας, σε Δημ.· έλλειψη κρίσης, σε Ξεν.
2. με θετική σημασία, σαφήνεια, απλότητα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

φαυλότης: ητος ἡ
1) скудость, бедность (τῆς χώρας Plat.; τῆς στολῆς Xen.);
2) ухудшение, порча (φ. ἐστὶ μοναρχίας ἡ τυραννίς Arst.);
3) дурное качество, порочность (διαφέρειν ἐπιεικείᾳ καὶ φαυλότητι Arst.);
4) непригодность, слабость, неспособность (στρατηγῶν Dem.);
5) простоватость, простота (διὰ τὴν ἐμὴν φαυλότητα ἠπορούμην Plat.);
6) простота, непритязательность, скромность (τοῦ Ἀγησιλάου Xen.).

Middle Liddell

φαυλότης, ητος, ἡ, [from φαῦλος
1. meanness, paltriness, pettiness, badness, of persons and things, Xen., etc.; ἡ φ. τῶν στρατηγῶν their want of skill, Dem.; lack of judgment, Xen.
2. in good sense, plainness, simplicity, Xen.

English (Woodhouse)

badness, baseness, commonness, incapacity, incompetence, meanness, pettiness, poorness, shabbiness, worthlessness, wretchedness, dishonourableness, of appearance, of degree, of things