Ὑάκινθος
English (LSJ)
[ῠᾰ], ὁ, A Hyacinthus, a Laconian youth, beloved by Apollo, who killed him by an unlucky cast of the discus, E.Hel.1469 (lyr.), Apollod.3.10.3, Paus.3.1.3: cf. Ὑακίνθια. B as Appellat., I ὑάκινθος, ὁ, Il. 14.348, Paus.1.35.4; but ἡ in Sapph.94, Thphr.HP6.8.2, Theoc., etc. (v. infr.):—wild hyacinth, bluebell, Scilla bifolia, Il. l. c., h.Cer.7, Thphr.HP6.8.1, Dsc.4.62. 2 blue larkspur, Delphinium Ajacis, ὑ. σπαρτή Thphr. HP6.8.2; said to have sprung up from the blood of Hyacinthus or (acc. to others) of Telamonian Ajax: and the ancients thought they could decipher on the petals the initial letters AI, or the interj. AIAI, cf. Mosch.3.6; hence the epithets γραπτά Theoc.10.28; αἰαστής Nic.Fr.74.31; πολύθρηνος Id.Th.902; πολύκλαυτος IG 14.607; cf. Ps.-Dsc.3.73. 3 ὑ. πορφυρέη, prob. Lilium Martagon, Euph.40, AP5.146 (Mel.). II ὑάκινθος, ἡ Hld., ὁ Ph. and J.:—a precious stone, of blue colour (J.AJ3.7.7), perhaps aquamarine, Apoc.21.20, Peripl.M.Rubr.56, Luc.Syr.D.32, Hld.2.30, Cod.Just.11.12.1, etc.; cf. Plin.HN37.125. III name of a blue colour, J.AJ3.6.1, PHolm.17.3; blue stuff, LXX Ex.28.8, Ph.2.148, J.BJ5.5.4; χιτώνια τὴν χροιὰν ὑακίνθου Arr.Tact.34.6.
Greek (Liddell-Scott)
Ὑάκινθος: [ᾰ], ὁ Λάκων τις νεανίας ἐρώμενος ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὅστις ἐφόνευσεν αὐτὸν κατά τινα ἀτυχῆ βόλον τοῦ δίσκου, Εὐρ. Ἑλ. 1469, Ἀπολλόδ. 3. 10, 3, Παυσ. 3. 1, 3, πρβλ. Ὑακίνθια. Β. ὡς προσηγορικ., Ι. ὑάκινθος, ὁ, Ἰλ. Ξ. 348, Παυσ. 1. 35, 4· ἀλλὰ ἡ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Θεόκρ., κλπ., ἔνθα κατωτ., οὕτω δὲ καὶ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστορ. 6. 8, 2· ἀλλὰ παρὰ Λατ. συνήθως ἀρσ.· ― τὸ ἄνθος ὑάκινθος, πρῶτον ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὕμν. εἰς Δήμ. 7· λέγεται δὲ ὅτι ἀνεφάνη τὸ ἄνθος τοῦτο ἐκ τοῦ αἵματος τοῦ Ὑακίνθου, ἢ (κατ’ ἄλλους) ἐκ τοῦ αἵματος τοῦ Αἴαντος τοῦ υἱοῦ τοῦ Τελαμῶνος· ἐνόμιζον δὲ οἱ παλαιοὶ ὅτι ἠδύναντο ἐπὶ τῶν πετάλων νὰ ἀναγνώσωσι τὰ πρῶτα γράμματα τοῦ ὀνόματος Αἴας, ΑΙ ἢ τὸ ἐπιφώνημα ΑΙΑΙ, πρβλ. Μόσχ. 3. 6, Ὀβιδ. Μεταμ. 10. 211· ἐντεῦθεν τὰ ἐπίθετα γραπτὰ (πρβλ. Οὐεργ. Ἐκλογ. 3. 106), Θεόκρ. 10. 28· αἰαστή, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683D· πολύθρηνος, ὁ αὐτ. ἐν Θηρ. 902· πολύκλαυτος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 547. 5. Ὁ ὑάκινθος τῶν παλαιῶν φαίνεται ὅτι περιελάμβανε τὰ ἄνθη iris, gradiolus καὶ Delphinium Ajacus, ἴδε Διοσκ. 3. 84, οὕτω δὲ δύνανται νὰ ἐξηγηθῶσιν αἱ διάφοροι τοῦ χρώματος αὐτοῦ περιγραφαί. Ὁ Ὅμ. ἀπέδιδεν εἰς αὐτὸν πολὺ σκοτεινὸν χρῶμα, διότι ἐν Ὀδ. Ζ. 231., Ψ. 158, καλεῖ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας, πρβλ. Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 5 ῥητῶς δὲ λέγεται μέλας παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Οὐεργ. Ἐκλογ. 2. 18., 10. 39 (διότι πιθανῶς τὸ vaccinium ἦτο ἄλλος τύπος = ὑάκινθος). Λέγεται πορφυροῦς δηλ. βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος παρὰ τῷ Μελεάγρῳ (Ἀνθολ. Π. 5. 147), Εὐφόρ. Ἀποσπ. 38, Ὀβίδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· ὡσαύτως ἐρυθρός, suave rubens, Οὐεργ. Ἐκλογ. 3. 63· χρώματος οἷον τὸ τοῦ σιδήρου, ferrugineus, ὁ αὐτ. ἐν Γεωργ. 4. 183, Colum. 10. 305· ἀλλὰ καὶ ὁ Columella μνημονεύει λευκοὺς καὶ κυανοῦς ὑακίνθους, αὐτόθι 100. ΙΙ. ὑάκινθος, ἡ, Ἡλιόδ., ὁ, Φίλων καὶ Ἰώσηπ.· - πολύτιμος λίθος χρώματος κυανοῦ (Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 7), πιθανῶς οὐχὶ ὁ νῦν ὑάκινθος, - ἴσως ὁ σάπφειρος, Φίλων 2. 148, Ἡλιόδ. 2. 30, Ἑβδ., Κ. Δ., κλπ.· πρβλ. Πλίν. 37. 40, King Antique Gems σελ. 46.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Hyakinthos (Hyacinthe) h.
Étymologie: DELG divinité préhellénique.
Greek Monotonic
Ὑάκινθος: [ῠᾰ], ὁ, Υάκινθος, νεαρός Λάκωνας, αγαπημένος του Απόλλωνα· σκοτώθηκε από άτυχη ρίψη δίσκου του τελευταίου, σε Ευρ.
Middle Liddell
Ὑᾰ́κινθος, ὁ,
Hyacinthus, a Laconian youth, beloved by Apollo, who killed him by a cast of the discus, Eur.