ἐπιθύμια

Revision as of 18:44, 17 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=επιθυμία και επιθύμια και επιθυμιά και αποθυμιά, η (AM ἐπιθυμία, Μ και ἐπιθύμ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

επιθυμία και επιθύμια και επιθυμιά και αποθυμιά, η (AM ἐπιθυμία, Μ και ἐπιθύμια και ἐπιθυμιά και ἀποθυμιά) επιθυμώ
1. πόθος, λαχτάρα («με επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ», Σολωμός)
2. ερωτική, σαρκική επιθυμία, πόθος, ηδονή
μσν.
1. ανυπομονησία, αγωνία
2. ακόρεστη επιθυμία, απληστία
3. (για γυναίκα) ποθητή, αγαπημένη
4. αγάπη
5. το αντικείμενο της αγάπης
6. θέληση
αρχ.-μσν.
1. ζήλος, ενθουσιασμός, ενδιαφέρον, όρεξη
2. το αντικείμενο της επιθυμίας.