επέκταση

Revision as of 19:53, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐπέκτασις) επεκτείνω
1. περαιτέρω έκταση, προέκταση («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων»)
2. επαύξηση λέξης με προσθήκη φωνηέντων («ἥλιος ἠέλιος, οὗτος οὑτοσί)
3. έκταση βραχύχρονου φωνήεντος
νεοελλ.
1. ανάπτυξη οργάνων για να αναπληρώσουν διάφορες δυσλειτουργίες
2. φρ. «ἐπέκταση φωτεινοῦ ειδώλου» — οπτική απάτη με εσφαλμένη εκτίμηση του εμβαδού τών επιφανειών όταν έχουν διαφορετικό φωτισμό
αρχ.
1. εξήγηση, ανάπτυξη
2. τέντωμα σχοινιού.