φλίβω

Revision as of 10:54, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

[ῑ], A = θλίβω, Act., only impf. in Hsch.:—Med., ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους Od.17.221 (θλίψεται codd. plurimi):—Pass., Hp.Loc.Hom.13, Theoc.15.76.

German (Pape)

[Seite 1292] äol. u. ion. = θλίβω, Theocr. 15, 76; bei Hom. Od. 17, 221 ist jetzt θλίψεται hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

φλίβω: [ῑ], διαλεκτικὸς τύπος τοῦ θλίβω, Θεόκρ. 15. 76, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Ρ. 221 (ἔνθα νῦν φέρεται θλίβεται), πρβλ. Foës. Oec. Hipp.

French (Bailly abrégé)

f. Moy. 3ᵉ sg. φλίψεται;
éol. et ion. c. θλίβω.

Greek Monolingual

Α
(αιολ. τ.) θλίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός σπάνιος τ. ρήματος, παρλλ. του ρ. θλίβω (πρβλ. φλῶ: θλῶ), ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. fligo «χτυπώ», λετ(ον)νικά bliezt «χτυπώ», ρωσ. blizna «ουλή», τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα με βεβαιότητα καθορισμένη, αφού και μια μορφή ρίζας bhlīĝ- «χτυπώ, τινάζω», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική (βλ. και λ. φλῶ)].

Greek Monotonic

φλίβω: [ῑ], διαλεκτικός τύπος του θλίβω, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

φλίβω: (ῑ) жать, давить (τινά Theocr.): φλιῇσι παραστὰς φλίψεται (v.l. θλίψεται) ὤμους Hom. стоя у дверных косяков, он (т. е. нищий) натрет себе спину.

Middle Liddell

φλῑ́βω, dialectic form of θλίβω, Theocr.]

Frisk Etymology German

φλίβω: -ομαι
{phlíbō}
Forms: Fut. φλίψεται,
Grammar: v.
Meaning: drücken, quetschen (ρ 221 [neben φλιῇσι; codd. plur. θλ-], Hp. Loc. Hom., Theok.)
Composita: auch m. ἐκ-,
Derivative: mit φλῖψις· θλῖψις H.
Etymology: Seltene Nebenform zum weit gewöhnlicheren θλίβω, wie φλάω neben θλάω. Man vergleicht allgemein (Osthoff KZ 23, 84 u.a.) damit mehrere Wörter aus dem Keltischen, Latein und Baltisch -Slavischen, z.B. kymr. blif m. Catapult, ballista, lat. flīgō anschlagen, zu Boden schlagen, lett. blaîzît quetschen, zusammendrücken, schlagen, russ. blizná Narbe, Wunde, Fadenbruch im Gewebe, bliz, blizь nahe, idg. *bhlīgʷō, *bhlīĝ()ō. WP. 2, 217, Pok. 160f., W.-Hofmann s. flīgō (m. besonders reicher Lit.), Vasmer s. bliz. Daß Kontarninationen stattgefunden haben, liegt auf der Hand; vgl. zu θλίβω und φλάω.
Page 2,1027