ἄλλοθεν

Revision as of 11:05, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

Adv. A from another place, ἄ. ἄλλος one from one place, another from another, Il.2.75, etc., cf. Alc.86, Emp.23, Thgn.518, A. Ag.92,595, etc.; ἄ. εἰλήλουθε he came from abroad, Od.3.318; ποθεν ἄλλοθεν 7.52; inAtt., ἄ. ὁθενοῦν or ὁποθενοῦν from what other place soever, Pl.Lg.738c, Grg.512a; οὐδαμόθεν ἄ. Id.Phlb.3ca: c. gen. loci, ἄ. τῶν Ἑλλήνων Id.Lg.707e.

German (Pape)

[Seite 103] anders woher; häufig ἄλλοθεν ἄλλος, der eine von hier, der andere von dort, von, auf verschiedenen Seiten, mit dem plur. verbi, Hom. z. B. Iliad. 9, 311 Od. 9, 401. 18, 231; – ebenso Aesch.; ἄλλη ἄλλοθεν λαμπὰς ἀνίσ γει Ag. 92; Soph. ἄλλοθεν ἄλλαι O. R. 183 ch., Theocr. 1, 34. 25, 70; Plat. Conv. 215 a, Xen. Hell. 2, 3, 23 u. sonst. Auch ποθὲν ἄλλοθεν, irgendwo anders her, Od. 5, 490. 7, 52; Plat. Legg. VI, 758 b; Isocr. 4, 1. 33; ἄλλ. όποθενοῦν, auf jede beliebige andere Weise, Plat. Gorg. 512 a Legg. V, 738 c; Xen. Cyr. 6, 1, 16; ἄλλοθεν οὐδαμόθεν, aus keinem andern Orte, Mem. 3, 3, 12; – τῶν Ἑλλήνων Plat. Legg. IV, 707 e. – Auch ἄλλοθε, Theocr. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλοθεν: Αἰολ. ἄλλοθα (κατακρινόμενον ὑπὸ Ἀπολλ. περὶ ἐπιρρ. 563.): Ἐπίρρ.: ― ἐξ ἄλλου τόπου ἢ μέρους, ἄλλοθεν ἄλλος, ἄλλος ἐξ ἑνὸς μέρους καὶ ἄλλος ἐξ ἄλλου, Ἰλ. Β. 75, κτλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 92, 595, κτλ.· ἄλλοθεν εἰλήλουθε, ἦλθεν ἐκ ξένου τόπου, Ὀδ. Ι. 318· ἄλλοθέν ποθεν, ἐξ ἄλλου τινὸς μέρους, Η. 52· παρ’ Ἀττ., ἄλλοθεν ὁθενοῦν, ἢ ὁποθενοῦν, ἐξ οἱουδήποτε ἄλλου μέρους, Πλάτ. Νόμ. 738C, Γοργ. 512Α: οὐδαμόθεν ἄλλοθεν, ὁ αὐτ. Φίλ. 30Α: ― μ. γεν. τόπου ἄλλοθεν τῶν Ἑλλήνων, ὁ αὐτ. Νόμ. 707Ε.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’un autre côté, d’ailleurs : ἄλλοθεν ἄλλος l’un d’un lieu, l’autre d’un autre ; fig. ἄλλοθεν ἄλλος IL (et vous chefs des Grecs) chacun de votre côté ; ἄλλοθέ ποθεν de qqe autre lieu.
Étymologie: ἄλλος, -θεν.

English (Autenrieth)

from elsewhere; ‘from abroad,’ Od. 3.318; ἄλλοθεν ἄλλος, ‘one from one side, another from another.’

Spanish (DGE)

• Alolema(s): eol., dór. ἄλλοθα A.D.Adu.153.17; ἄλλοθε Theoc.9.6
adv.
1 de otro lugar, de otro sitio frec. de fuera ἄ. ἔλθῃ Od.7.33, cf. 52, 17.382, αἰ γάρ κ' ἄλλοθεν ἔλθη, σὺ δέ φαι κήνοθεν ἔμμεναι Alc.340, ἄ. εἰλήλουθεν Od.3.318, ἄλλοθεν οἰσόμεθα Thgn.518, cf. Emp.B 23.9, οὐκ ἐχόντων ἄ. δύναμιν Th.3.82, ἄ. βοήθεια ... ἔσται τοῖς Ἰουδαίοις LXX Es.4.14
esp. ref. a la familia de otro origen, de otra estirpe ἄλλοθεν γέγονας, ἄλλοθεν de otro origen (fuera del matrimonio) has nacido, de otro E.Io 1472, κοὐδείς μ' ἀπώσει πρόσθεν ὥσπερ ἄλλοθεν E.Heracl.183, οὐκ ἔστ' ἄλλοθεν τὸ σὸν κάρα E.Heracl.539, c. gen. ἄ. τῶν Ἑλλήνων de otras regiones de Grecia Pl.Lg.707e.
2 combinado c. ἄλλος cada uno de un sitio, de aquí y de allí ἄλλοθεν ἄλλος οὔταζον σάκος Il.13.551, cf. 2.75, δειδέχατ' ἄλλοθεν ἄλλος Il.9.671, ἐφοίτων Od.9.401, cf. 10.119, ὑπ' ἀσπίδος ἄλλοθεν ἄλλος πτώσσοντες Tyrt.7.35, κλέπτουσιν ἐφ' ἁρπαγῇ ἄ. ἄλλος Sol.3.13, cf. Hippon.90.6, A.A.595, ἄλλη δ' ἄλλοθεν ... λαμπὰς ἀνίσχει A.A.92, καταθέοντες ἀπὸ τῶν λόφων ἄλλοι ἄλλοθεν Th.3.97, cf. 8.32, ἄλλοθεν ἄλλα Emp.B 35.6, ἄλλο ἄλλοθεν λέγω Pl.Smp.215a
modal de modo distinto, a su manera σπεύδει δ' ἄλλοθεν ἄλλος cada uno se afana de modo distinto Sol.1.43
local, c. gen. cada uno desde un sitio ἐφύλαττον ἄλλος ἄλλοθεν τοῦ Ὀνείου X.HG 7.1.15.
3 c. otros adverbios: ποθεν ἄλλοθεν de cualquier otro sitio, Od.7.52, τοῖς ἄλλοθεν ποθεν ἐμοὶ ἀπαγγέλλουσιν para quienes me han provisto de noticias procedentes de muy variado origen Th.1.22, cf. 35, ἐὰν μή πόθεν ἄλλοθεν ... φαίνηται σιτωνεῖν SIG 976.33 (Samos II a.C.)
fig. por cualquier otro origen, por cualquier otro medio χρῆν γὰρ ἄλλοθεν πόθεν βροτοὺς παῖδας τεκνοῦσθαι E.Med.573, c. ὅθεν: σίτου ἐξαγωγὴν ... ἐκ Χερρονήσου καὶ ἄλλοθεν ὅθεν IG 12(8).156B.16 (Cora, Samotracia III a.C.), ἄ. ὁθενοῦν Pl.Lg.738c, ἄ. ὁποθενοῦν Pl.Grg.512a, οὐδαμόθεν ἄ. Pl.Phlb.30a, cf. X.Mem.3.3.12.

Greek Monolingual

ἄλλοθεν επίρρ. (Α)
1. από άλλο μέρος, από αλλού
2. από άλλο πρόσωπο, από άλλη πηγή ή αιτία
3. φρ. «ἄλλοθεν ἄλλος», άλλος από ένα μέρος και άλλος από άλλο
«ἄλλοθεν ὁθενοῦν ή ὁποθενοῦν», από οποιοδήποτε άλλο μέρος
«ἄλλοθεν ποθεν», από κάποιο άλλο μέρος
«οὐδαμόθεν ἄλλοθεν», από κανένα άλλο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος (πρβλ. και ἀλλο-] + επιρρ. κατάλ. -θεν].

Greek Monotonic

ἄλλοθεν: επίρρ., από άλλο τόπο, ἄλλοθεν ἄλλος, ο ένας από ένα τόπο, ο άλλος από άλλον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἄλλοθεν, απ' έξω, σε Ομήρ. Οδ.· οὐδαμόθεν ἄλλοθεν, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλλοθεν: adv. из другого места, с другой стороны: ἄ. ἄλλος Hom., Aesch., Soph. каждый со своей стороны, отовсюду; ἄ. ποθεν Hom., Plat. из какого-л. другого места, еще откуда-л.; οὐδαμόθεν ἄ. Plat. больше ниоткуда или неоткуда; ἐκ Ἄργους καὶ ἄ. τῶν Ἑλλήνων Plat. из Аргоса и из других мест Греции.

Middle Liddell


from another place, ἄλλοθεν ἄλλος one from one place, another from another, Il., etc.; ἄλλοθεν from abroad, Od.; οὐδαμόθεν ἄλλοθεν Od.

English (Woodhouse)

from another quarter, from another source, from elsewhere