ἐπηγκενίδες

Revision as of 11:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

[ῐ], αἱ, A long planks bolted to the upright ribs(σταμίνες) of the ship, Od.5.253. (Prob. from ἀγκών: ἐπηγανίδες (sic). ἐπηνύηματα, Hsch.: ἐπητανίδεσσι (ἐπιτανίδες cod.) was read by Rhian. ap. Sch.Od. l.c.)

German (Pape)

[Seite 920] αἱ (ἐνεγκεῖν), Od. 5, 253, die langen, an den Seiten des Schiffes über die Rippen geschlagenen Bretter, die äußere Bedeckung des Schiffsbauches (vgl. σταμίνες), Schol. ἡ ἀπὸ πρώρας ἕως πρύμνης ἐπενεχθεῖσα σανίς, Ap. Lex. τὰ διηνεκῆ ξύλα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηγκενίδες: ῐ, αἱ, ἐν Ὀδ. Ε. 253, αἱ μακραὶ σανίδες αἱ προσηρμοσμέναι ἐπὶ τῶν πλευρῶν τοῦ πλοίου· «ἐπηγκενίδες, σανίδες ἐκ πρῴρας εἰς πρύμναν τεταμέναι... ἔστι δὲ ἐπηγκενὶς ἢ καθ’ ἣν οἱ σκαλμοὶ πήγνυνται, ἢ ὅπερ κοινῶς περίτονον λέγεται παρὰ τὸ διόλου τείνεσθαι» κτλ. (Εὐστ.), πρβλ. Ἡσύχ. καὶ ἴδε τὰς λέξ. σταμὶν καὶ ἵκριον. (Πιθ. ἐκ τοῦ ἐνεγκεῖν, ἠνεκής).

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
bordage, planches qui forment les flancs du navire de la proue à la poupe.
Étymologie: ἐπί, ἐν, κενός.

English (Autenrieth)

uppermost streaks or planks of a ship, forming the gunwale, Od. 5.253†. (See cut No. 32, letter c).

Greek Monolingual

ἐπηγκενίδες, αι (AM)
σανίδες που με τη μορφή λωρίδων καλύπτουν τον σκελετό του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηγκεν -ίδ-ες. Το βασικό μόρφημα -ηγκεν- συνδέεται με τον τ. αγκών αγκώνες «γωνιές καρφωμένες εσωτερικά στα πλάγια της βάρκας» — το -η- είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει, ενώ το -ε- μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως αρχαϊσμός. Το επίθημα -ιδ- κατά το σαν-ίδ-ες].

Greek Monotonic

ἐπηγκενίδες: [ῐ], -αι, μακριές σανίδες προσαρμοσμένες στις πλευρές, σταμίνες του πλοίου, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από το ἐνεγκεῖν).

Russian (Dvoretsky)

ἐπηγκενίδες: ων (ῐ) αἱ ἐνεγκεῖν эпенкениды, бортовые доски (наружной обшивка судна) Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl.
Meaning: part of a ship (ε 253);
Origin: IE [Indo-European] [45] *h₂enk- what is bent
Etymology: Acc. to Doederlein (s. Bechtel Lex. s. v.) "what rests on the ἀγκόνες (`ribs of a ship'?)", i. e. the planks, with compositional lengthening; noun in -ίδ-ες, e. g. σανίδες (cf.ἄγκοιναι). The factual meaning remains unclear.

Middle Liddell


the long side-planks bolted to the ribs (σταμίνεσ) of the ship, Od. [Prob. from ἐνεγκεῖν.]

Frisk Etymology German

ἐπηγκενίδες: {epēgkenídes}
Grammar: f. pl.
Meaning: Benennung eines Schiffsteiles (ε 253);
Etymology: nach Doederlein (s. Bechtel Lex. s. v.) "die auf den ἀγκόνες (Schiffsrippen?) Ruhenden", d. h. die Bohlen, also Hypostase mit kompositioneller Dehnung und ε-Abtönung im Anschluß an die Nomina auf -ίδες, z. B. σανίδες. Es könnte aber ebensogut die oberen Teile der ἀγκόνες bezeichnen, vgl. zu ἐπωτίδες. Der sachliche Inhalt bleibt sowieso unklar. Einzelheiten bei Bechtel a. a. O.
Page 1,534