ἐριφεγγής

Revision as of 08:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, very brilliant, Procl.H.3.13(7), Man.6.22.

German (Pape)

[Seite 1031] ές, stark leuchtend, Maneth. 6, 22.ὁ, ον, von einer jungen Ziege, κρέας Xen. An. 4, 5, 31; Phereer. Ath. VI, 269 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριφεγγής: -ές, λίαν λαμπρός, φεγγοβόλος, Πρόκλ Ὕμν. 2. 13. Μανέθων 6. 22.

Greek Monolingual

ἐριφεγγής, -ές (Α)
αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλιφεγγής, χρυσοφεγγής)].