καλλιφεγγής
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
καλλιφεγγές, beautiful-shining, ἡλίου σέλας, Ἕως, E.Tr.860, Hipp.455, cf. Theodect.10.1.
German (Pape)
[Seite 1311] ές, schön leuchtend; Ἕως Eur. Hipp. 457 Tr. 860; Theodect. Stob. fl. 10, 8.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brillant de beauté, éclatant.
Étymologie: καλός, φέγγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιφεγγής -ές [καλός, φέγγος] stralend:. ἡ καλλιφεγγής... Ἕως de stralende godin van de dageraad Eur. Hipp. 455.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐφεγγής: прекрасно сияющий, лучезарный, (ἡλίου σέλας Eur.).
Spanish
Greek Monolingual
καλλιφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει καλά («καλλιφεγγὲς ἡλίου σέλας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αγλαοφεγγής, νεοφεγγής].
Greek Monotonic
καλλιφεγγής: -ές (φέγγος), αυτός που φέγγει όμορφα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιφεγγής: -ές, φέγγων καλῶς, ἡλίου σέλας, Ἕως Εὐρ. Τρῳ. 860, Ἱππ. 455· ὦ καλλιφεγγῆ λαμπάδ’ εἰλίσσων φλογὸς ἥλιες Θεοδέκτης παρὰ Στοβ. 9. 10. 8· ἄνθος παρ’ Ἀθην. 680Β.
Middle Liddell
καλλι-φεγγής, ές φέγγος
beautiful-shining, Eur.
Léxico de magia
-ές que brilla con belleza de la Osa ἄρκτε, θεὰ μεγίστη, ἄρχουσα οὐρανοῦ, ... καλλιφεγγὴ<ς> θεά Osa, diosa mayor, que gobiernas el cielo, diosa que brillas con belleza P IV 1303