περίκλασις

Revision as of 08:30, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")

English (LSJ)

εως, ἡ, A twisting round, τῆς πόας Plu.2.325b (pl.); σώματος ib.45d. 2 breaking round or on something, π. τοῦ αἰθέρος Id.Lys.12; κάταγμα γιγνόμενον κατὰ περίκλασιν Gal.18(2).436. II wheeling round of an army, Plb.10.23.6,11.23.2; π. λαμβάνειν Plu.Flam.8. 2 generally, change of direction, of winds, Thphr.Vent.28. 3 modification, τοῦ κόσμου Stoic.2.300 (pl.). 4 Gramm., κατὰ περίκλασιν with the circumflex accent, D.T.630.2. III of ground, brokenness, ruggedness, Plb.3.104.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 579] ἡ, das Umbrechen, bes. das Herumführen des Heeres im Bogen, Pol. 10, 21, 6. 11, 23, 2; auch von unebenem Boden, 3, 104, 4 (s. das Folgde); Plut. plac. phil. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλᾰσις: ἡ, λύγισμα, κάμψις, τῆς πόας Πλούτ. 2. 325Β· σώματος αὐτόθι 45D. ΙΙ. ἡ στροφὴ ἢ περιστροφὴ στρατοῦ, Πολύβ. 10. 21, 6., 11. 23, 2· - μεταφορ., ἐπὶ ἀνέμων, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 28· π. τοῦ αἰθέρος Πλουτ. Λύσ. 12. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐδάφους, τραχύτης, τὸ πετρῶδες, Πολύβ. 3. 104, 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire fléchir, de courber.
Étymologie: περικλάω.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, ΜΑ περικλώ
κυκλική κάμψη, συστροφή
αρχ.
1. κάμψη, λύγισμα
2. (για στρατό) περιστροφή σε σχήμα τόξου
3. κυκλική, πλήρης ανάκλαση («λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέρος», Λυσ.)
4. (για άνεμο) αλλαγή διεύθυνσης, πορείας
5. τροποποίηση
6. (για έδαφος) ανωμαλία, τραχύτητα
7. φρ. «κατὰ περίκλασιν»
γραμμ. με περισπωμένη.

Greek Monotonic

περίκλᾰσις: ἡ, πετρώδες έδαφος, τραχύτητα εδάφους, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

περίκλᾰσις: εως ἡ
1) сгибание или согнутость (σώματος Plut.);
2) помятость (τῆς πόας Plut.);
3) физ. преломление или преломляемость (τοῦ αἰθέρος Plut.);
4) неровность, пересеченность (τῶν τόπων Polyb.);
5) (о марше), движение по ломаной линии, резкий поворот, Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίκλᾰσις -εως, ἡ [1. περικλάω] botsing:; λάμπειν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέρος (sterren) stralen door tegendruk en botsing van de lucht Plut. Lys. 12.4; milit. zwenking:. τοῦ δ’ εὐωνύμου... περίκλασιν λαμβάνοντος toen de linkervleugel een zwenking maakte Plut. Flam. 8.4.

Middle Liddell

περίκλᾰσις, εως,
ruggedness of ground, Polyb.