περικλώ

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

-άω, Α
1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και το σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ)
2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.)
3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί) κάνω κάτι να κυματίζει, να εμφανίζει κυματισμούς
4. λυγίζω, στρέφω κάτι ολόγυρα προς τα κάτω
5. καθιστώ κάτι θολωτό, αψιδωτό
6. διαθλώ
7. (σχετικά με στράτευμα) στρέφω προς τα δεξιά ή τα αριστερά, δηλ. αλλάζω μέτωπο
8. εκτρέπω («τὸν [Τίβεριν] περικλάσας ἐπὶ τὸ Κιρκαῖον ἐμβαλεῖν εἰς τὴν πρὸς Ταρρακίνη θάλατταν», Πλούτ.)
9. παθ. περικλῶμαι, -άομαι
α) (για έδαφος) παρουσιάζω τραχύτητα («συστῆσαι πρὸς μάχην ἐν τόποις ὑλώδεσι καὶ περικεκλασμένοις», Πολ.)
β) (για βλήματα) αλλάζω διεύθυνση κατά την πρόσκρουση σε λεία επιφάνεια
γ) (για αίρεση) αποσπώμαι από το σώμα της Εκκλησίας
δ) (για πρόσ.) είμαι έκλυτος, ακόλαστος
10. φρ. «οἰκίαι περικεκλασμέναι» — κατοικίες που βρίσκονται σε τραχείς τόπους, σε τόπους με ανώμαλο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλῶ, -άω «σπάζω»].