gay
English > Greek (Woodhouse)
adjective
cheerful: P. εὔθυμος, Ar. and V. ἱλαρός (Xen.).
of looks; P. and V. φαιδρός, V. λαμπρός, φαιδρωπός, Ar. and V. εὐπρόσωπος (also Xen.).
fine, splendid: P. and V. λαμπρός.
high-spirited: Ar. and P. νεανικός.
self-indulgent: Ar. and P. τρυφερός.
homosexual: ἀρσενόπαις, ἀρσενοκοίτης, ἀρσενομίκτης, ἀνδροβάτης, ἀνδροκοίτης, ἀνδρόπορνος, ἀρρενοκοίτης, ἀρσενοβάτης, εὐρύπρωκτος, θερμόπρωκτος, κατάπυγος, καταπύγων, κατωμόχανος, κίναιδος, κιναιδώδης, κυβάλης, λακαταπύγων, λακκόπρωκτος, μεῖραξ, παγκαταπύγων, παθικός, πειώλης, περάντης, σπαταλοκίναιδος, φιλοπυγιστής, χαυνόπρωκτος