ἀνάχυμα

Revision as of 13:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ατος, τό, A expanse, ἀ. αἰθέριον Nicom.Harm.3. II = ἀνάχυσις ΙΙ, Str.Chr.7.45.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 expansión ἀ. αἰθέριον Nicom.Harm.3.
2 estuario Str.Chr.7.45.

German (Pape)

[Seite 215] τό, das Ausgegossene, αἰθέριον, das Meer des Aethers, Music.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάχῠμα: -ατος, τό, ἀπέραντος ἔκτασις, τὸ ἀχανές, ἀν. αἰθέριον Νικομ. Μουσ. σ. 6.

Greek Monolingual

το (AM ἀνάχυμα)
νεοελλ.
η μικρή ποσότητα από κρύο γάλα που χύνεται μέσα σε δοχείο με γάλα ζεστό για να παρασκευαστεί η μυζήθρα, (αλλ.) πρόγαλα
μσν.
όρυγμα βαθύ, πρόχωμα
αρχ.
πλατιά έκταση, ευρύ διάστημα.