ἀνταγορεύω

Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

A speak against, reply, ἀντᾱγόρευσεν Pi.P.4.156. II gainsay, contradict, τοῖς ἄρχουσιν Ar.Ra.1072.

Spanish (DGE)

(ἀντᾰγορεύω) 1 responder, replicar ἀνταγόρευσε καὶ Πελίας Pi.P.4.156.
2 llevar la contraria, contradecir τοῖς ἄρχουσιν Ar.Ra.1072.

German (Pape)

[Seite 243] dagegen sprechen, antworten, Pind. P. 4, 156; widersprechen, Ar. Ran. 1070.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾰγορεύω: ἀγορεύω ἐναντίον τινός, ἀποκρίνομαι, ἀντᾰγόρευσεν Πινδ. Π. 4. 278. ΙΙ. ἀντιλέγω, ἀνταγορεύειν τοῖς ἄρχουσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1072.

French (Bailly abrégé)

1 parler contre, contredire, τινι;
2 répondre.
Étymologie: ἀντί, ἀγορεύω.

English (Slater)

ἀνταγορεύω reply ἀκᾷ δ' ἀντᾶγόρευσεν καὶ Πελίας (P. 4.156)

Greek Monolingual

ἀνταγορεύω)
1. αγορεύω εναντίον κάποιου, αποκρίνομαι στην απολογία εναγόμενου
2. αντικρούω, αντιλέγω.

Greek Monotonic

ἀντᾰγορεύω: μέλ. -σω, μιλώ ενάντια σε, απαντώ, αποκρίνομαι, σε Πίνδ.· αντιπαρατίθεμαι, τινί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντᾰγορεύω: (Pind. ᾱγ)
1) говорить в ответ, отвечать Pind.;
2) противоречить, прекословить (τινί Arph.).

Middle Liddell


to speak against, reply, Pind.:— to gainsay, contradict, τινί Ar.