ἀνταγορεύω

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντᾰγορεύω Medium diacritics: ἀνταγορεύω Low diacritics: ανταγορεύω Capitals: ΑΝΤΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: antagoreúō Transliteration B: antagoreuō Transliteration C: antagoreyo Beta Code: a)ntagoreu/w

English (LSJ)

A speak against, reply, ἀντᾱγόρευσεν Pi.P.4.156.
II gainsay, contradict, τοῖς ἄρχουσιν Ar.Ra.1072.

Spanish (DGE)

(ἀντᾰγορεύω) 1 responder, replicar ἀνταγόρευσε καὶ Πελίας Pi.P.4.156.
2 llevar la contraria, contradecir τοῖς ἄρχουσιν Ar.Ra.1072.

German (Pape)

[Seite 243] dagegen sprechen, antworten, Pind. P. 4, 156; widersprechen, Ar. Ran. 1070.

French (Bailly abrégé)

1 parler contre, contredire, τινι;
2 répondre.
Étymologie: ἀντί, ἀγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντᾰγορεύω: (Pind. ᾱγ)
1 говорить в ответ, отвечать Pind.;
2 противоречить, прекословить (τινί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾰγορεύω: ἀγορεύω ἐναντίον τινός, ἀποκρίνομαι, ἀντᾰγόρευσεν Πινδ. Π. 4. 278. ΙΙ. ἀντιλέγω, ἀνταγορεύειν τοῖς ἄρχουσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1072.

English (Slater)

ἀνταγορεύω reply ἀκᾷ δ' ἀντᾶγόρευσεν καὶ Πελίας (P. 4.156)

Greek Monolingual

ἀνταγορεύω)
1. αγορεύω εναντίον κάποιου, αποκρίνομαι στην απολογία εναγόμενου
2. αντικρούω, αντιλέγω.

Greek Monotonic

ἀντᾰγορεύω: μέλ. -σω, μιλώ ενάντια σε, απαντώ, αποκρίνομαι, σε Πίνδ.· αντιπαρατίθεμαι, τινί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to speak against, reply, Pind.:— to gainsay, contradict, τινί Ar.