ἐμφωλεύω
English (LSJ)
A lurk in... Ph.1.315, al., Plu.2.314e, Dam.Isid.296, Just. Nov.80.9; ἡ κακηγορία -ευε τοῖς ὠσί Men.Prot.p.70 D.; especially of disease, Aret.SD2.13, Gal.17(1).165. II dwell in caves or lairs, OGI424.5 (Qanawât). III Act., hide, conceal, Horap.2.90.
Spanish (DGE)
I intr.
1 guarecerse, cobijarse (ἐν κοίλῃ δρυΐ) λύκαινα δ' ἐμφωλεύουσα (en una hueca encina) guareciéndose una loba Plu.2.314e
•habitar en cuevas ἐν πολλοῖς τῆς χώρας μέρεσιν ἐνφωλεύσαντες OGI 424.5 (Qanawat I d.C.)
•anidar en c. dat. αἱ δὲ μέλιτται ἐμπεφωλεύκεισαν ὥσπερ ἐν κυψέλῃ τῷ φωλέῳ Iambl.Fr.15.
2 ocultarse, esconderse c. dat. οἱ τοῖς σπηλαίοις ἐμφωλεύοντες (λῃσταί) I.BI 1.307, c. constr. prep. ὃν ἔχεις ἐμφωλεύοντα ἐν τῷ οἴκῳ σου A.Thom.A 104, c. adv. ἐνταῦθα Iust.Nou.80.9
•fig. ocultarse, estar latente, anidar c. dat. (τῆς γυναικὸς ὄφις) ἑκάστῃ τῶν αἰσθήσεων ἐμφωλεύουσα Ph.1.315, (ἡ κακηγορία) τοῖς ὠσί Men.Prot.13.2.3, ἔνεστι γάρ τις ἔρως ἐμφωλεύων τῇ φύσει Chrys.M.62.135, abs. ἐμφωλεύοντας κεκτημένος λογισμοὺς πονηρούς Origenes Hom.2 in Lc.p.16
•de enfermedades τοῖσι σπλάγχνοισι ἐμφωλεῦσαν ... πῦρ habiéndose ocultado en las vísceras un fuego Aret.SD 2.13.10, cf. Gal.17(1).165, ἐγκατάλειμμα τοῦ νοσοποιοῦ αἰτίου ἐν αὐτῷ ἐμφωλεύει Steph.in Hp.Aph.1.158.27, cf. 196.17.
3 fig. actuar de modo negligente, escurrir el bulto ref. funcionarios ἐμφωλεύοντες τοῖς πράγμασι PSI 1357.9 (II d.C.), cf. PStras.725.11 (II d.C.) en BL 8.430.
II tr.
1 ocultar en ἄνθρωπον ἐμφωλεύοντα ἑαυτῷ κακίαν al hombre que oculta su maldad dentro de sí Horap.2.90.
2 ocultarse en, infiltrarse en μηδὲ ... κἂν ἔννοιά τις ἐμφωλεύῃ τὸ σύνολον ni aunque un solo pensamiento se infiltre en la totalidad Serap.Ep.Mon.M.40.941A.
German (Pape)
[Seite 821] sich worin versteckt halten, τινί, Sp.; bes. von Thieren, z. B. Plut. Parall. 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφωλεύω: φωλεύω ἔν τινι τόπῳ, Πλούτ. 2. 314Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
(AM ἐμφωλεύω)
μένω μέσα σε φωλιά, φωλιάζω, κρύβομαι, υπάρχω κάπου κρυμμένος
αρχ.
1. ενεδρεύω, παραμονεύω
2. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφωλεύω: (где-л.) иметь логовище: λύκαινα ἐμφωλεύουσα Plut. волчица в своем логовище.