καταγώγιον

Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό,
A lodging, inn, resting place, residence Th.3.68, Pl.Phdr.259a, X.Vect.3.12; Μουσῶν καταγώγιον Plu.Luc.42; καταγώγιον ἀσωτίας Id.Eum.13; official residence of a magistrate, Procop.Arc.29, al.; τὸ τῶν δαιμόνων καταγώγιον OGI610.1 (Zorava, vi A. D.):—the form καταγωγεῖον is required by metre in Antiph.53.5, Macho ap.Ath.8.337d.
II extra payment for transport, PEleph.14.11 (iii B. C.),PTeb.35.18 (ii B. C.).
III in plural, τὰ καταγώγια = festival of the return, opp. ἀναγώγια, Ath.9.395a, SIG1109.114 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1344] τό, auch καταγωγεῖον, nach Gaisford's em. Antiphan. bei Stob. fl. 124, 27; vgl. Macho Ath. VIII, 337 d; der Ort zum Einkehren, Herberge, nach VLL. = κατάλυσις, von den Atticisten für att. erkl.; Thuc. 3, 68; Plat. Phaedr. 259 a; Sp.; Plut. Lucull. 42 nennt eine Bibliothek Μουσῶν καταγώγιον; – καταγώγια; τά, Fest der Artemis in Ephesus, Phot.; Ath. IX, 394 f; vgl. Lob. Aglaoph. 177.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.
Étymologie: καταγωγή.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγώγιον: τό, τόπος εἰς ὃν δύναται ὁ ὁδοιπορῶν νὰ καταλύσῃ, κατάλυμα, πανδοκεῖον, Θουκ. 3. 68, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α, Ξεν. Πόροι 3. 12· Μουσῶν κ. Πλουτ. Λούκουλλ. 42· - τὸν τύπον καταγωγεῖον ἀποκατέστησεν ὁ Πόρσων ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 2. 5, Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 337D. ΙΙ. τὰ καταγώγια, ἑορτή τις ἐν Ἔρυκι τῆς Σικελίας ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ περιστερᾶς ἐκ τοῦ πελάγους, ἀντίθετον τῷ ἀναγώγια, Ἀθήν. 394F, πρβλ. Λοβεκ Ἀγλαόφ. 177.

Greek Monotonic

κατᾰγώγιον: τό, μέρος στο οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει, στο οποίο μπορεί να διαμείνει, πανδοχείο, ξενοδοχείο, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγώγιον: τό = καταγωγή 2: Μουσῶν κ. Plut. приют Муз, т. е. книгохранилище.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγώγιον -ου, τό [κατάγω] rustplaats, herberg:. Μουσῶν κ. herberg van de Muzen (bibliotheek) Plut. Luc. 42.1.

Middle Liddell

κατᾰγώγιον, ου, τό, [from κατάγω
a place to lodge in, an inn, hotel, Thuc., Xen., etc.