λογομαχία

Revision as of 22:43, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, war about words, disputation, 1 Ep.Ti.6.4 (pl.), Porph. ap. Eus.PE14.10; title of Menippean satire by Varro, Nonius p.268 L., Porphyr.ad Hor.Sat.2.4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat en paroles, dispute, querelle.
Étymologie: λόγος, μάχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λογομᾰχία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ μάχεσθαι περὶ λόγων ἢ λέξεων, φιλονικία, ἔρις, Α΄ Ἐπ. π. Τιμ. ϛ΄, 4, Εὐστ., κτλ.

English (Strong)

from the same as λογομαχέω; disputation about trifles ("logomachy"): strife of words.

English (Thayer)

λογομαχίας, ἡ (λογομαχέω), dispute about words, war of words, or about trivial and empty things: plural 1 Timothy 6:4. (Not found in secular authors.)

Greek Monolingual

η (AM λογομαχία) λογομαχώ
ζωηρή διαφωνία, φιλονικία με λόγια, διαπληκτισμός, αντεγκλήσεις.

Greek Monotonic

λογομᾰχία: ἡ, μάχη με λόγια ή λέξεις, φιλονικία, έριδα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

λογομᾰχία:словопрение (ζητήσεις καὶ λογομαχίαι NT).

Middle Liddell


a war about words, NTest. [from λογομάχος

Chinese

原文音譯:logomac⋯a 羅哥-馬希阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:放置(說)-爭論
字義溯源:爭辯言詞,舌戰,辯論;由(λόγος)=話)與(μάχομαι)*=戰爭)組成;而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 爭辯言詞(1) 提前6:4