φλόος
English (LSJ)
ὁ, metaplast. acc. A φλόα Nic.Al.302: contr. φλοῦς PCair.Zen. 229.10 (iii B. C.), BGU1122.17,20 (i B. C.), v.l. in Dsc.3.147: (φλέω):— rarer form of φλοιός, παρθένιός μοι ἔπι φ., of a tree, AP9.706 (Antip.), cf. PCair.Zen. l.c. (iii B. C.). 2 the human skin, Nic. l.c.; also of the slough of serpents, Id.Th.355,392. II φλους, Ion. for φλέως, Hdt.3.98. III bloom of a plant, Arat.335, cf. Plu.2.683f.
German (Pape)
[Seite 1293] ὁ, zsgz. φλοῦς, im accus. auch metaplastisch φλόα, Nic. Al. 302, = φλοιός; – 1) Rinde, Schaale der Gewächse. bes. Baumrinde, Borke, Diosc.; – später übrtr. von der Haut der Menschen und Schlangen, Nic. a. a. O. u. Ther. 392. – 2) Blüthe oder übh. blühender, kräftiger Zustand einer Pflanze, Arat. Phaen. 335.
French (Bailly abrégé)
-οῦς, όου-οῦ (ὁ) :
sorte de roseau ou de jonc, plante ; natte de jonc.
Étymologie: φλέω.
Greek (Liddell-Scott)
φλόος: ὁ, κατὰ μεταπλασμ. αἰτ. φλόα Νικ. Ἀλεξιφ. 302· συνῃρ. φλοῦς, φλοῦν αὐτόθι 269, Διοσκ. 3. 164· (φλέω)· ― σπανιώτερος τύπος τοῦ φλοιός, Ἀνθ. Παλατ. 9. 706· ὡσαύτως τὸ δέρμα (κοινῶς ὑποκάμισον), ὅπερ ἀπορρίπτουσιν οἱ ὄφεις, ὁ παλαιὸς αὐτῶν χιτών, λιβηρίς, σῦφαρ, Νίκ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. φλοῦς, Ἰων. ἀντὶ φλέως, Ἡρόδ. 3. 98. ΙΙΙ. τὸ ἄνθος, ἡ ἄνθησις, ἡ ὑγιὴς κατάστασις φυτοῦ, ἀκμή, Λατ. flos, Ἄρατ. 335.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α φλέω
περίοδος ακμής ενός φυτού, άνθηση.
(II)
ὁ, Α
βλ. φλοιός.
Greek Monotonic
φλόος: ὁ (φλέω),
I. σπάνιος τύπος του φλοιός, σε Ανθ. II. φλοῦς, Ιων. αντί φλέως, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Middle Liddell
φλόος, ὁ, φλέω
I. rarer form of φλοιός, Anth.
II. φλοῦς, ionic for φλέως, Hdt.